κατάπαστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> saupoudré, jonché, couvert de, τινι;<br /><b>2</b> brodé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[καταπάσσω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> saupoudré, jonché, couvert de, τινι;<br /><b>2</b> brodé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[καταπάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάπαστος''': -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· [[κατάμεστος]], ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
|elnltext=κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάπαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[усеянный]], т. е. [[сплошь покрытый]] (στεφάνοις Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[пестро вышитый]], [[расшитый]] ([[ἁλουργίς]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κατάπαστος:''' -ον,<br /><b class="num">1.</b> πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> κεντημένος, στον ίδ.
|lsmtext='''κατάπαστος:''' -ον,<br /><b class="num">1.</b> πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> κεντημένος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάπαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[усеянный]], т. е. [[сплошь покрытый]] (στεφάνοις Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[пестро вышитый]], [[расшитый]] ([[ἁλουργίς]] Arph.).
|lstext='''κατάπαστος''': -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· [[κατάμεστος]], ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάπαστος]], ον [from [[καταπάσσω]]<br /><b class="num">1.</b> besprinkled, Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[embroidered]], Ar.
|mdlsjtxt=[[κατάπαστος]], ον [from [[καταπάσσω]]<br /><b class="num">1.</b> besprinkled, Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[embroidered]], Ar.
}}
}}