κοινόω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κοινώσω, <i>ao.</i> ἐκοίνωσα, <i>pf. inus.</i><br />communiquer, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> rendre commun à, communiquer à ; mettre en commun : [[τι]], qch;<br /><b>2</b> communiquer, faire savoir : [[τί]] τινι, [[τι]] ἔς τινα, qch à qqn;<br /><b>3</b> mettre en communication, unir ; <i>Pass.</i> être uni, s'unir à;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κοινόομαι]], [[κοινοῦμαι]] (<i>f.</i> κοινώσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινωσάμην, <i>ao. Pass.</i> ἐκοινώθην);<br /><b>1</b> communiquer, <i>càd</i> mettre en commun : [[τι]], se communiquer qch l'un à l'autre;<br /><b>2</b> prendre une part de, entrer en communauté <i>ou</i> en participation de : [[τι]], τινος, de qch ; τινί τινος, [[τι]] [[μετά]] τινος, de qch avec qqn;<br /><b>3</b> entrer en communication avec, prendre conseil de : [[τῷ]] θεῷ XÉN consulter la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> κοινώσω, <i>ao.</i> ἐκοίνωσα, <i>pf. inus.</i><br />communiquer, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> rendre commun à, communiquer à ; mettre en commun : [[τι]], qch;<br /><b>2</b> communiquer, faire savoir : [[τί]] τινι, [[τι]] ἔς τινα, qch à qqn;<br /><b>3</b> mettre en communication, unir ; <i>Pass.</i> être uni, s'unir à;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κοινόομαι]], [[κοινοῦμαι]] (<i>f.</i> κοινώσομαι, <i>ao.</i> ἐκοινωσάμην, <i>ao. Pass.</i> ἐκοινώθην);<br /><b>1</b> communiquer, <i>càd</i> mettre en commun : [[τι]], se communiquer qch l'un à l'autre;<br /><b>2</b> prendre une part de, entrer en communauté <i>ou</i> en participation de : [[τι]], τινος, de qch ; τινί τινος, [[τι]] [[μετά]] τινος, de qch avec qqn;<br /><b>3</b> entrer en communication avec, prendre conseil de : [[τῷ]] θεῷ XÉN consulter la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοινόω''': μέλλ. κοινώσω Αἰσχύλ. Χο. 673· ἀόρ. ἐκοίνωσα Θουκ., Πλάτ., Δωρ. ἐκοίνᾱσα (ἴδε κατωτ.)· ― Μέσ., μέλλ. κοινώσομαι Εὐρ., Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ν. 3. 19 πρβλ. ([[κοινάν]], [[ξυνάν]])· ἀόρ. ἐκοινωσάμην Τραγ., Ξεν., κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ἐκοινώθην Εὐρ., Πλάτ.· πρκμ. κεκοίνωμαι (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασίᾳ) Εὐρ. Ἀποσπ. 496· ([[κοινός]].) Κάμνω τι κοινόν, [[μεταδίδω]], ποιῶ τι κοινὸν εἰς ἄλλον, 1) [[ὅπως]] [[λάβω]] τὴν συμβουλὴν ἢ γνώμην του, κ. τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 717 (ἐν στίχ. 673 [[δέον]] νὰ νοηθῇ αἰτ. τις) Εὐρ. Μήδ. 685, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τι ἔς τινα, Εὐρ. Ι. Α. 44· καὶ κ. τινὶ [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 369, πρβλ. Arnold Θουκ. 8. 48· νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, κοινοποιήσαντες τὸ ταξείδιόν των μόνον εἰς τὴν νύκτα (δηλ. ὁδοιποροῦντες διὰ νυκτὸς χωρὶς νὰ συμβουλευθῶσί τινα), Πινδ. Π. 4. 204. 2) [[ὅπως]] καταστήσω τινὰ μέτοχόν τινος, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Θουκ. 1. 39, πρβλ. 4. 4, Πλάτ. Νόμ. 889D· τὰ περὶ τὰς κτήσεις... τοῖς συσσιτίοις ὁ [[νομοθέτης]] ἐκοίνωσεν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κοινάσομαι]] ὕμνον λύρᾳ (ὡς ὁ Ὁράτ. commissi calores fidibus), Πινδ. Ν. 3. 19· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἱππ. Ὅρκ. 1. κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός, ἑνῶσαι τὴν μίαν μετὰ τῆς ἄλλης, Ἰσαῖ. 89. 25. 3) καθιστῶ κοινόν, [[μιαίνω]], [[μολύνω]], Ἀποκάλ. κα΄, 27. ― Μέσ., θεωρῶ ἢ κηρύττω ὡς ἀκάθαρτον ἢ βέβηλον, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 15· πρβλ. κοινὸς VII. II. Μέσ., κοινολογοῦμαί τινί τι, βουλεύματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1347· κοινούμεθα... ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Πλάτ. Λάχ. 196C· τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 890. 13· ἀπόλ., οὔτ’ ἠθέλησας, οὔτ’ ἐγὼ’κοινωσάμην Σοφ. Ἀντ. 539. β) ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἀνακοινωθῇ, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 218Ε, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 351· τι [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 930C· 2) συμβουλεύομαι, τῷ θεῷ Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15, Ἑλλ. 7. 1, 27· κοινώσασθαι ἑαυτοῖς [[περί]] τινος Πολύβ. 7. 16, 3, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] κ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἀριστ. Μεταφ. 1 (min.) 1, 3. 3) εἶμαι [[μέτοχος]], τινος Εὐρ. Φοίν. 1709, Κύκλ. 634, Λυσίας 128. 42· τινί τινος, μετά τινος εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 933. 4) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι, [[συμμετέχω]], κοινοῦσθαι τὰς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 608, πρβλ. 858· οὕτω, κοινοῦσθαι τὸν στόλον Θουκ. 8. 8· τὴν τύχην Ξεν. Πόρ. 4, 32. ΙΙΙ. Παθ., ἔχω κοινωνίαν μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Εὐρ. Ἀνδρ. 38. 217· ἀλλήλοις Πλάτ. Νόμ. 673D· [[ὡσαύτως]], κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, δηλ. βαφεὶς [[κίτρινος]], Πλάτ. Τίμ. 59Β.
|elnltext=κοινόω [κοινός] Dor. fut. κοινάσομαι; Dor. ptc. aor. κοινάσας act. met acc. gemeenschappelijk maken, laten delen:; κοινώσαντες τὴν δύναμιν de macht delen Thuc. 1.39.3; pass. met dat.: οὐχ ἑκοῦσα τῷδ’ ἐκοινώθην λέχει tegen mijn wil deed men mij dit bed delen Eur. Andr. 38. mededelen:. ταῦτα τοῖς κρατοῦσι … κοινώσομεν wij zullen dat meedelen aan de machthebbers Aeschl. Ch. 717; ἀστοῖς … τῶνδε κοινώσας πέρι na hierover aan de burgers mededeling te hebben gedaan Aeschl. Suppl. 369. vermengen, pass.:; ξανθῷ χρώματι κοινωθέν gemengd met een gele kleur Plat. Tim. 59b; onrein maken:; τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενά ἐστιν τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον wat uit de mens naar buiten komt is wat hem onrein maakt NT Marc. 7.15; ptc. pass. subst.. οἱ κεκοινωμένοι de onreinen NT Hebr. 9.13. med. gemeenschappelijk hebben, delen in, met gen. en dat.: δούλην... σοι λέχους κοινουμένην een slavin die met jou het bed deelt Eur. Andr. 933. gezamenlijk doen, delen, met acc.:; κοινούμεθα γὰρ ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον want Laches en ik voeren de discussie gezamenlijk Plat. Lach. 196c; deelnemen aan:; κοινοῦσθαι τὸν στόλον aan de expeditie deelnemen Thuc. 8.8.1; ook met gen.: τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς te delen in deze verbanning Eur. Phoen. 1709. raadplegen:. κοινοῦσθαι πότερα λῷον καὶ ἄμεινον εἴη στρατεύεσθαι (de godheid) raadplegen of het voordeliger en beter was een veldtocht te ondernemen Xen. An. 6.2.15.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινόω:''' (дор. fut. med. [[κοινάσομαι]] с ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[сообщать]] (μῦθον ἔς τινα Eur.; ἀστοῖς πᾶσι περὶ [[τῶνδε]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать общим]]: τῇ φύσει κ. τὴν ([[αὑτοῦ]]) δύναμιν Plat. действовать заодно с природой; κοινοῦσθαι λέχει τινί Eur. разделять ложе с кем-л.; κοινούμεθα γὰρ [[ἐγώ]] τε καὶ [[Λάχης]] λόγον Plat. ведь мы с Лахетом задаем (этот) вопрос сообща; κοινωσαίμεθ᾽ ἂν βουλεύματα Aesch. (давайте) обменяемся мнениями; κοινοῦσθαι τὸν στόλον ἐς τὴν Χίον Thuc. участвовать в Хиосском походе;<br /><b class="num">3)</b> приобщать или примешивать, придавать; κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι Plat. приняв(ший) желтый цвет;<br /><b class="num">4)</b> [[советоваться]], [[спрашивать мнение]] (τῷ θεῷ Xen.; πρός τινα Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[общаться]], [[находиться в общении]] (ἀλλήλοις Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[делать нечистым]], [[осквернять]] (ἄνθρωπον NT);<br /><b class="num">7)</b> [[считать нечистым]] (τι NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κοινόω:''' μέλ. <i>κοινώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοίνωσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κοινώσομαι</i>, Δωρ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινωσάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκοινώθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καθιστώ]] κοινό, [[φέρνω]] σε [[επικοινωνία]], [[κοινοποιώ]] [[κάτι]], [[γνωστοποιώ]], [[κοινολογώ]], <i>κ. τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· <i>τι ἔς τινα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] κοινό και συνηθισμένο, [[μολύνω]], [[μιαίνω]], σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., [[θεωρώ]] ή [[κηρύττω]] ως ακάθαρτο, βέβηλο, στο ίδ. <b>II. 1. α)</b> Μέσ., [[κοινολογώ]] το ένα με το [[άλλο]], σε Αισχύλ., Σοφ. <b>β)</b> [[ενεργώ]] ώστε να ανακοινωθεί, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> συμβουλεύομαι, <i>τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[συμμέτοχος]] ή [[συγκοινωνός]], <i>τινος</i>, κάποιου πράγματος, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[μέρος]] ή έχω [[μερίδιο]] σε, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., έχω [[κοινωνία]] με, σε Ευρ.
|lsmtext='''κοινόω:''' μέλ. <i>κοινώσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοίνωσα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κοινώσομαι</i>, Δωρ. <i>-άσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκοινωσάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκοινώθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καθιστώ]] κοινό, [[φέρνω]] σε [[επικοινωνία]], [[κοινοποιώ]] [[κάτι]], [[γνωστοποιώ]], [[κοινολογώ]], <i>κ. τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· <i>τι ἔς τινα</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[κάτι]] κοινό και συνηθισμένο, [[μολύνω]], [[μιαίνω]], σε Καινή Διαθήκη — Μέσ., [[θεωρώ]] ή [[κηρύττω]] ως ακάθαρτο, βέβηλο, στο ίδ. <b>II. 1. α)</b> Μέσ., [[κοινολογώ]] το ένα με το [[άλλο]], σε Αισχύλ., Σοφ. <b>β)</b> [[ενεργώ]] ώστε να ανακοινωθεί, <i>τί τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> συμβουλεύομαι, <i>τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> είμαι [[συμμέτοχος]] ή [[συγκοινωνός]], <i>τινος</i>, κάποιου πράγματος, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. πράγμ., [[παίρνω]] [[μέρος]] ή έχω [[μερίδιο]] σε, στον ίδ., Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., έχω [[κοινωνία]] με, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοινόω:''' (дор. fut. med. [[κοινάσομαι]] с ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[сообщать]] (μῦθον ἔς τινα Eur.; ἀστοῖς πᾶσι περὶ [[τῶνδε]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать общим]]: τῇ φύσει κ. τὴν ([[αὑτοῦ]]) δύναμιν Plat. действовать заодно с природой; κοινοῦσθαι λέχει τινί Eur. разделять ложе с кем-л.; κοινούμεθα γὰρ [[ἐγώ]] τε καὶ [[Λάχης]] λόγον Plat. ведь мы с Лахетом задаем (этот) вопрос сообща; κοινωσαίμεθ᾽ ἂν βουλεύματα Aesch. (давайте) обменяемся мнениями; κοινοῦσθαι τὸν στόλον ἐς τὴν Χίον Thuc. участвовать в Хиосском походе;<br /><b class="num">3)</b> приобщать или примешивать, придавать; κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι Plat. приняв(ший) желтый цвет;<br /><b class="num">4)</b> [[советоваться]], [[спрашивать мнение]] (τῷ θεῷ Xen.; πρός τινα Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[общаться]], [[находиться в общении]] (ἀλλήλοις Plat.);<br /><b class="num">6)</b> [[делать нечистым]], [[осквернять]] (ἄνθρωπον NT);<br /><b class="num">7)</b> [[считать нечистым]] (τι NT).
|lstext='''κοινόω''': μέλλ. κοινώσω Αἰσχύλ. Χο. 673· ἀόρ. ἐκοίνωσα Θουκ., Πλάτ., Δωρ. ἐκοίνᾱσα (ἴδε κατωτ.)· ― Μέσ., μέλλ. κοινώσομαι Εὐρ., Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ν. 3. 19 πρβλ. ([[κοινάν]], [[ξυνάν]])· ἀόρ. ἐκοινωσάμην Τραγ., Ξεν., κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ἐκοινώθην Εὐρ., Πλάτ.· πρκμ. κεκοίνωμαι (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασίᾳ) Εὐρ. Ἀποσπ. 496· ([[κοινός]].) Κάμνω τι κοινόν, [[μεταδίδω]], ποιῶ τι κοινὸν εἰς ἄλλον, 1) [[ὅπως]] [[λάβω]] τὴν συμβουλὴν ἢ γνώμην του, κ. τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 717 (ἐν στίχ. 673 [[δέον]] νὰ νοηθῇ αἰτ. τις) Εὐρ. Μήδ. 685, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, κτλ.· [[ὡσαύτως]] τι ἔς τινα, Εὐρ. Ι. Α. 44· καὶ κ. τινὶ [[περί]] τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 369, πρβλ. Arnold Θουκ. 8. 48· νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, κοινοποιήσαντες τὸ ταξείδιόν των μόνον εἰς τὴν νύκτα (δηλ. ὁδοιποροῦντες διὰ νυκτὸς χωρὶς νὰ συμβουλευθῶσί τινα), Πινδ. Π. 4. 204. 2) [[ὅπως]] καταστήσω τινὰ μέτοχόν τινος, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Θουκ. 1. 39, πρβλ. 4. 4, Πλάτ. Νόμ. 889D· τὰ περὶ τὰς κτήσεις... τοῖς συσσιτίοις ὁ [[νομοθέτης]] ἐκοίνωσεν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 15· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κοινάσομαι]] ὕμνον λύρᾳ (ὡς ὁ Ὁράτ. commissi calores fidibus), Πινδ. Ν. 3. 19· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἱππ. Ὅρκ. 1. κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός, ἑνῶσαι τὴν μίαν μετὰ τῆς ἄλλης, Ἰσαῖ. 89. 25. 3) καθιστῶ κοινόν, [[μιαίνω]], [[μολύνω]], Ἀποκάλ. κα΄, 27. ― Μέσ., θεωρῶ ἢ κηρύττω ὡς ἀκάθαρτον ἢ βέβηλον, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 15· πρβλ. κοινὸς VII. II. Μέσ., κοινολογοῦμαί τινί τι, βουλεύματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1347· κοινούμεθα... ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Πλάτ. Λάχ. 196C· τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 890. 13· ἀπόλ., οὔτ’ ἠθέλησας, οὔτ’ ἐγὼ’κοινωσάμην Σοφ. Ἀντ. 539. β) ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἀνακοινωθῇ, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 218Ε, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 351· τι [[πρός]] τινα Πλάτ. Νόμ. 930C· 2) συμβουλεύομαι, τῷ θεῷ Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15, Ἑλλ. 7. 1, 27· κοινώσασθαι ἑαυτοῖς [[περί]] τινος Πολύβ. 7. 16, 3, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] κ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἀριστ. Μεταφ. 1 (min.) 1, 3. 3) εἶμαι [[μέτοχος]], τινος Εὐρ. Φοίν. 1709, Κύκλ. 634, Λυσίας 128. 42· τινί τινος, μετά τινος εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 933. 4) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι, [[συμμετέχω]], κοινοῦσθαι τὰς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 608, πρβλ. 858· οὕτω, κοινοῦσθαι τὸν στόλον Θουκ. 8. 8· τὴν τύχην Ξεν. Πόρ. 4, 32. ΙΙΙ. Παθ., ἔχω κοινωνίαν μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Εὐρ. Ἀνδρ. 38. 217· ἀλλήλοις Πλάτ. Νόμ. 673D· [[ὡσαύτως]], κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, δηλ. βαφεὶς [[κίτρινος]], Πλάτ. Τίμ. 59Β.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινόω [κοινός] Dor. fut. κοινάσομαι; Dor. ptc. aor. κοινάσας act. met acc. gemeenschappelijk maken, laten delen:; κοινώσαντες τὴν δύναμιν de macht delen Thuc. 1.39.3; pass. met dat.: οὐχ ἑκοῦσα τῷδ’ ἐκοινώθην λέχει tegen mijn wil deed men mij dit bed delen Eur. Andr. 38. mededelen:. ταῦτα τοῖς κρατοῦσι … κοινώσομεν wij zullen dat meedelen aan de machthebbers Aeschl. Ch. 717; ἀστοῖς … τῶνδε κοινώσας πέρι na hierover aan de burgers mededeling te hebben gedaan Aeschl. Suppl. 369. vermengen, pass.:; ξανθῷ χρώματι κοινωθέν gemengd met een gele kleur Plat. Tim. 59b; onrein maken:; τὰ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενά ἐστιν τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον wat uit de mens naar buiten komt is wat hem onrein maakt NT Marc. 7.15; ptc. pass. subst.. οἱ κεκοινωμένοι de onreinen NT Hebr. 9.13. med. gemeenschappelijk hebben, delen in, met gen. en dat.: δούλην... σοι λέχους κοινουμένην een slavin die met jou het bed deelt Eur. Andr. 933. gezamenlijk doen, delen, met acc.:; κοινούμεθα γὰρ ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον want Laches en ik voeren de discussie gezamenlijk Plat. Lach. 196c; deelnemen aan:; κοινοῦσθαι τὸν στόλον aan de expeditie deelnemen Thuc. 8.8.1; ook met gen.: τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς te delen in deze verbanning Eur. Phoen. 1709. raadplegen:. κοινοῦσθαι πότερα λῷον καὶ ἄμεινον εἴη στρατεύεσθαι (de godheid) raadplegen of het voordeliger en beter was een veldtocht te ondernemen Xen. An. 6.2.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj