κρίνον: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (τό) :<br /><i>pl. irrég.</i> [[κρίνη]];<br />lis, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot emprunté d'origine inconnue.
|btext=ου (τό) :<br /><i>pl. irrég.</i> [[κρίνη]];<br />lis, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot emprunté d'origine inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρίνον''': ῐ, τό, [[κρίνον]] οἱουδήποτε εἴδους («ζαμπάκι»), ἐνῷ [[λείριον]] [[εἶναι]] τὸ λευκὸν [[κρίνον]], πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3· ἐν τῷ πληθ. ἔχομεν τὸν ἑτερόκλ. τύπον κρίνεα, Ἡρόδ. 2. 92· δοτ. κρίνεσιν, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 911, κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ἑν. ὀνομαστ. οὐδετ. κρίνος, τό· ― [[παροιμία]]: κρίνου γυμνότερος Ἰουλιαν. 181Β· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πτωχοῦ ἀνθρώπου, Πολυδ. Ϛ΄, 197, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] χορικῆς ὀρχήσεως παρ’ Ἀπολλοφάνει ἐν «Δαλίδι» 2. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 114F.
|elnltext=κρίνον -ου, τό, plur. heterocl. κρίνεα, lelie, waterlelie:. φύεται ἐν τῷ ὕδατι κρίνεα πολλά, τὰ Αἰγύπτιοι καλέουσι λωτόν in het water groeien vele lelies, die de Egyptenaren lotus noemen Hdt. 2.92.2.
}}
{{elru
|elrutext='''κρίνον:''' (ῐ) τό (pl.: ион. nom. κρίνεα, dat. κρίνεσι) лилия (вообще) (в отличие от [[λείριον]], обозначающ. преимущ. белая лилия) Her., Arph. etc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρίνον:''' [ῐ], τό, ετερόκλ. πληθ. <i>κρίνεα</i>, δοτ. <i>κρίνεσι</i>· [[κρίνος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''κρίνον:''' [ῐ], τό, ετερόκλ. πληθ. <i>κρίνεα</i>, δοτ. <i>κρίνεσι</i>· [[κρίνος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρίνον:''' () τό (pl.: ион. nom. κρίνεα, dat. κρίνεσι) лилия (вообще) (в отличие от [[λείριον]], обозначающ. преимущ. белая лилия) Her., Arph. etc.
|lstext='''κρίνον''': , τό, [[κρίνον]] οἱουδήποτε εἴδους («ζαμπάκι»), ἐνῷ [[λείριον]] [[εἶναι]] τὸ λευκὸν [[κρίνον]], πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3· ἐν τῷ πληθ. ἔχομεν τὸν ἑτερόκλ. τύπον κρίνεα, Ἡρόδ. 2. 92· δοτ. κρίνεσιν, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 911, κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ἑν. ὀνομαστ. οὐδετ. κρίνος, τό· ― [[παροιμία]]: κρίνου γυμνότερος Ἰουλιαν. 181Β· ― [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πτωχοῦ ἀνθρώπου, Πολυδ. Ϛ΄, 197, κτλ. ΙΙ. [[εἶδος]] χορικῆς ὀρχήσεως παρ’ Ἀπολλοφάνει ἐν «Δαλίδι» 2. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἄρτου, Ἀθήν. 114F.
}}
{{elnl
|elnltext=κρίνον -ου, τό, plur. heterocl. κρίνεα, lelie, waterlelie:. φύεται ἐν τῷ ὕδατι κρίνεα πολλά, τὰ Αἰγύπτιοι καλέουσι λωτόν in het water groeien vele lelies, die de Egyptenaren lotus noemen Hdt. 2.92.2.
}}
}}
{{etym
{{etym