κατῶρυξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> enfoui en terre;<br /><b>2</b> situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> excavation ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> chambre souterraine pour le dépôt d'un trésor.<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]].
|btext=υχος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> enfoui en terre;<br /><b>2</b> situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; [[κατῶρυξ]] [[στέγη]] SOPH abri souterrain;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i><br /><b>1</b> excavation ; souterrain, caverne;<br /><b>2</b> chambre souterraine pour le dépôt d'un trésor.<br />'''Étymologie:''' [[κατορύσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατῶρυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κατωρυχής]]), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» Πολυδ. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. [[τύπος]]) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, [[ὑπόγειος]], κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[ὄρυγμα]], [[λάκκος]], Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος [[θησαυρός]], χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) [[ῥίζα]] πρὸς τὰ [[κάτω]] χωροῦσα, καταβολάς, [[παραφυάς]], κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.
|elnltext=κατῶρυξ, gen. -υχος [κατορύσσω] ep. dat. plur. -χέεσσι ingegraven:. ἀγορή... λαέσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα een vergaderplaats voorzien van ingegraven stenen Od. 6.267. uitgegraven, ondergronds:; κατώρυχες δ’ ἔναιον zij leefden onder de grond Aeschl. PV 452; κ. στέγη onderaardse woning Soph. Ant. 1100; subst. ἡ κατῶρυξ grot.
}}
{{elru
|elrutext='''κατῶρυξ:''' ῠχος adj. (эп. dat. pl. κατωρυχέεσιν)<br /><b class="num">1)</b> [[врытый]] (в землю), вкопанный ([[λᾶας]], [[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[вырытый в земле]], [[подземный]] ([[στέγη]] Soph.): κατώρυχες ἔναιον Aesch. (первобытные люди) жили в подземельях.<br />ῠχος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подземелье]], [[пещера]] ([[ζῆν]] ἐν κατώρυχι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[подземный тайник или зарытый в землю клад]] (χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατῶρυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[κατορύσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> βυθισμένος ή χωμένος στη γη, <i>ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[κατωρυχής]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπόγειος]], αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουσ., [[κατῶρυξ]], <i>ἡ</i>, [[λάκκος]], [[σκάμμα]], όρυγμα, [[σπήλαιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> θαμμένος [[θησαυρός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατῶρυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[κατορύσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> βυθισμένος ή χωμένος στη γη, <i>ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[κατωρυχής]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπόγειος]], αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουσ., [[κατῶρυξ]], <i>ἡ</i>, [[λάκκος]], [[σκάμμα]], όρυγμα, [[σπήλαιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> θαμμένος [[θησαυρός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατῶρυξ:''' ῠχος adj. (эп. dat. pl. κατωρυχέεσιν)<br /><b class="num">1)</b> [[врытый]] (в землю), вкопанный ([[λᾶας]], [[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[вырытый в земле]], [[подземный]] ([[στέγη]] Soph.): κατώρυχες ἔναιον Aesch. (первобытные люди) жили в подземельях.<br />ῠχος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[подземелье]], [[пещера]] ([[ζῆν]] ἐν κατώρυχι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[подземный тайник или зарытый в землю клад]] (χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur.).
|lstext='''κατῶρυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ([[κατορύσσω]]), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ [[κατωρυχής]]), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» Πολυδ. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. [[τύπος]]) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, [[ὑπόγειος]], κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. [[κατῶρυξ]], ἡ, [[ὄρυγμα]], [[λάκκος]], Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος [[θησαυρός]], χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) [[ῥίζα]] πρὸς τὰ [[κάτω]] χωροῦσα, καταβολάς, [[παραφυάς]], κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.
}}
{{elnl
|elnltext=κατῶρυξ, gen. -υχος [κατορύσσω] ep. dat. plur. -χέεσσι ingegraven:. ἀγορή... λαέσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα een vergaderplaats voorzien van ingegraven stenen Od. 6.267. uitgegraven, ondergronds:; κατώρυχες δ’ ἔναιον zij leefden onder de grond Aeschl. PV 452; κ. στέγη onderaardse woning Soph. Ant. 1100; subst. ἡ κατῶρυξ grot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj