κράτος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>épq.</i> [[κάρτος]], <i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />force :<br /><b>1</b> force du corps, force, vigueur, solidité : κατὰ [[κράτος]], de vive force <i>ou</i> de toute sa force ; ἀνὰ [[κράτος]] XÉN de vive force <i>ou</i> de toutes ses forces ; πρὸς ἰσχύος [[κράτος]] SOPH par la puissance de la force;<br /><b>2</b> domination, puissance ; <i>particul.</i> pouvoir royal, puissance souveraine : ἀρχὴ καὶ [[κράτος]] τυραννικόν SOPH commandement et pouvoir d'un roi ; domination, autorité souveraine : [[τῶν]] Περσῶν HDT sur les Perses ; τῆς στρατιῆς HDT sur l'armée ; χθονός ESCHL sur la terre ; τῆς θαλάσσης THC l'empire de la mer;<br /><b>3</b> maîtrise, victoire.<br />'''Étymologie:''' R. Κρατ, être fort.
|btext=<i>épq.</i> [[κάρτος]], <i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />force :<br /><b>1</b> force du corps, force, vigueur, solidité : κατὰ [[κράτος]], de vive force <i>ou</i> de toute sa force ; ἀνὰ [[κράτος]] XÉN de vive force <i>ou</i> de toutes ses forces ; πρὸς ἰσχύος [[κράτος]] SOPH par la puissance de la force;<br /><b>2</b> domination, puissance ; <i>particul.</i> pouvoir royal, puissance souveraine : ἀρχὴ καὶ [[κράτος]] τυραννικόν SOPH commandement et pouvoir d'un roi ; domination, autorité souveraine : [[τῶν]] Περσῶν HDT sur les Perses ; τῆς στρατιῆς HDT sur l'armée ; χθονός ESCHL sur la terre ; τῆς θαλάσσης THC l'empire de la mer;<br /><b>3</b> maîtrise, victoire.<br />'''Étymologie:''' R. Κρατ, être fort.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κράτος''': ᾰ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[κάρτος]], εος, τό, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], παρ’ Ὁμ. [[κυρίως]] ἐπὶ σωματικῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[δόλος]], Ἰλ. Η. 142· ἔχει ἥβης [[ἄνθος]], ὅ τε [[κράτος]] ἔστι μέγιστον Ν. 484, κτλ.· τὸ γὰρ [[αὖτε]] σιδήρου γε [[κράτος]] ἐστίν, τοῦτο (δηλ. τὸ βάψαι) [[εἶναι]] τὸ παρέχον δύναμιν εἰς τὸν [[σίδηρον]], Ὀδ. Ι. 393· [[δικαία]] γλῶσσ’ ἔχει κρ. μέγα Σοφ. Ἀποσπ. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 207· κατὰ [[κράτος]], πάσῃ ἰσχύι, πάσῃ δυνάμει, πολιορκεῖσθαι Θουκ. 1. 64· πολεμεῖν Πλάτ. Νόμ. 692D ἐξελέγχεσθαι Δημ. 913. 15, κτλ.· ἀλλὰ συχνότατα, πόλιν [[ἑλεῖν]] κατὰ [[κράτος]], κυριεῦσαι αὐτὴν βίᾳ, ἐξ ἐφόδου, Θουκ. 8. 100, Ἰσοκρ. 65C, κτλ.· [[οὕτως]], ἀνὰ [[κράτος]] αἱρεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ἐλαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 8, 1, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], ἀπὸ κράτους Διόδ. 17. 34· πρὸς ἰσχύος [[κράτος]], ἀντίθετ. τῷ λόγῳ, Σοφ. Φιλ. 594. 2) προσωποπ., Ἰσχύς, Δύναμις, Κρ. Βία τε Αἰσχύλ. Πρ. 12· Κρ. καὶ Δίκη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 244. ΙΙ. [[καθόλου]], [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], τοῦ γὰρ κρ. ἐστί μέγιστον, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Β. 118, κτλ.· τοῦ γὰρ κρ. ἐστιν ἐν οἴκῳ Ὀδ. Α. 359, πρβλ. Ἰλ. Μ. 214· οὕτω, Ζηνὸς κρ. Πινδ. Ο. 6. 162, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 529· [[ὑποχείριος]] κράτεσιν ἀρσένων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 393, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 485. 2) μεθ’ Ὅμ., [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], [[ἐξουσία]], Ἡρόδ. 1. 129· τὸ κρ. περιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. ἐν 3. 81· τὸ πᾶν κρ. ἔχω, εἶμαι [[πανίσχυρος]], ὁ αὐτ. ἐν 7. 3· ἐκπίπτειν κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 948· ἀρχὴ καὶ κρ. τυραννικὸν Σοφ. Ο. Κ. 373· πρῶτος ἐν κράτει [[βασιλεύς]], ὁ πρῶτος βασιλεὺς μὲ ἀληθινὴν ἐξουσίαν, Θουκ. 2. 29· ― καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτη καὶ θρόνους Σοφ. Ἀντ. 173, πρβλ. 586, κτλ.· θρόνων κράτη ὑψίστη, βασιλικὴ [[ἰσχύς]], [[ἐξουσία]], [[αὐτόθι]] 166. 3) μετὰ γεν., [[ἐξουσία]], ἀρχὴ ἐπί τινος, [[κράτος]] ἔχειν τῶν Περσῶν Ἡρόδ. 3. 69· τὸ κρ. εἶχε τῆς στρατιῆς ὁ αὐτ. ἐν 9. 42· πᾶν [[κράτος]] χθονὸς Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 425· τῶν ἄλλων δαιμόνων Εὐρ. Τρῳ. 949· δὸς κρ. τῶν σῶν δόμων Αἰσχύλ. Χο. 480· δωμάτων ἔχειν κρ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 871· τὸ τῆς θαλάσσης κρ. Θουκ. 1. 143· κρ. τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν 8. 24· ὧν ἂν ᾗ τὸ κρ. τῆς γῆς, ὅσοι ἔχουσι τὴν ἐξουσίαν τῆς χώρας, ὁ αὐτ. ἐν 4. 98· κρ. ἔχειν [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Πολιτ. 273Α· ἐν τῷ πληθ., ἀστραπῶν κράτη νέμων Σοφ. Ο. Τ. 201. 4) ἐπὶ προσώπων, [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], Ἀχαιῶν δίθρονον κρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 109, πρβλ. 619, Θήβ. 127. ΙΙΙ. [[ὑπεροχή]], ὑπερτέρα [[δύναμις]], [[κυριότης]], συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς Ἰλ. Α. 509., Ζ. 387, Ὀδ. Φ. 280· κρ. ἄρνυσθαι Σοφ. Φιλ. 838· [[νίκη]] καὶ κράτη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 951· ἀέθλων κρ., [[νίκη]] ἐν..., Πινδ. Ι. 8 (7). 7· [[νίκη]] καὶ κρ. τῶν δρωμένων Σοφ. Ἠλ. 85· κρ. ἀριστείας, ἡ [[ἀμοιβή]]. τὸ [[ἔπαθλον]], [[βραβεῖον]] τῆς μεγίστης ἀνδρείας, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 443· [[νίκη]] καὶ κρ. τῶν πολεμίων Πλάτ. Νόμ. 962Α· κρ. πολέμου καὶ [[νίκη]] Δημ. 381. 12. ― Ἡ [[λέξις]] αὕτη καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς φέρονται ὑπὸ δύο τύπους, κρατ- καὶ καρτ-· ὁ [[δεύτερος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[ἐπικός]], [[οἷον]] [[κάρτος]], [[κάρτιστος]], [[καρτύνω]], ἀλλ’ ἐν τῷ κρατερὸς καὶ καρτερὸς ἐπικρατεῖ τὸ ἀντίθετον ὡς [[κανών]], ἴδε κρατερὸς ἐν τέλ.· τὰ δὲ [[κρατέω]], κρατὺς δὲν ἔχουσι τύπον καρτ-. ([[ῥίζα]] ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῷ κραταιός. Γοτθ. hard-us ([[σκληρός]], [[αὐστηρός]]), Ἀρχ. Γερμ. hart-i, κτλ.)
|elnltext=κράτος -ους, zonder contr. -εος, τό, ep. κάρτος, ep. Aeol. κρέτος kracht, geweld:; κάρτος... Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη δώσουσ ( ι ) Athena en Hera zullen (jou) wel kracht geven Il. 9.254; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν want dat geeft nu juist de kracht aan ijzer Od. 9.393; κατὰ κράτος met geweld Thuc. 8.100.5; κατὰ κράτος τοῦ κυρίου ὁ λόγος ηὔξανεν καὶ ἴσχυεν zo groeide het woord van de Heer in kracht en kreeg de overhand NT Act. Ap. 19.20; ἔφευγον ἀνὰ κράτος zij vluchtten zo snel mogelijk Xen. Cyr. 4.2.30; personif. το Κράτος: Kracht. macht, gezag, heerschappij:; τοῦ γὰρ κράτος ἔστ’ ἐνὶ οἴκῳ want mij komt het gezag in huis toe Od. 1.359; τούτοισι περιθέωμεν τὸ κράτος laten we deze mensen met de macht bekleden Hdt. 3.81.3; ἐγὼ κράτη δὴ πάντα... ἔχω ik bezit het volledige gezag Soph. Ant. 173; met gen.:; τὸ τῆς θαλάσσης κράτος de heerschappij op zee Thuc. 1.143.3; overdr.:; κράτος ἔχειν ἑαυτοῦ zelfbeheersing bezitten Plat. Plt. 273a; overhand:; θεὸς δώσει κράτος ᾧ κ’ ἐθέλῃσι de god zal de overwinning geven aan wie hij wil Od. 21.280; concr. machthebber, heerser:. τῆσδε γῆς φίλον κράτος geliefde heerser van dit land Aeschl. Ag. 619.
}}
{{elru
|elrutext='''κράτος:''' (ᾰ), эп.-ион. тж. [[κάρτος]], εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сила]], [[мощь]], [[крепость]] (τὸ σιδήρου κ. Hom.): κατὰ κ. всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν [[ἑλεῖν]] Thuc.); ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. мчаться во весь опор; πρὸς ἰσχύος κ. Soph. силой, насильно;<br /><b class="num">2)</b> [[могущество]], [[власть]] (sc. [[Διός]] Hom.): τὸ [[πᾶν]] κ. ἔχειν Her. быть всемогущим; θρόνων χράτη Soph. царская власть; τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. господство на море; τὸ κράτος ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. стоять во главе армии;<br /><b class="num">3)</b> [[глава]], [[вождь]], [[повелитель]]: Ἀχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. оба повелителя ахейцев, т. е. Агамемнон и Менелай; Διογενὲς φιλόμαχον κ. Aesch. рожденная Зевсом царица битв (т. е. Афина);<br /><b class="num">4)</b> [[одоление]], [[победа]] ([[νίκη]] καὶ κ. τῶν πολεμίων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. [[бесчинства]], [[проступки]] (εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ [[τῇδε]] κείσεται κράτη Soph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''κράτος:''' [ᾰ], Ιων. και Επικ. [[κάρτος]], -εος, τό·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ [[κράτος]], με όλη τη [[δύναμη]] ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με [[κάθε]] [[δύναμη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Όμηρ.· [[διακυβέρνηση]], [[εξουσία]], [[αρχή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αρχή]] πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., <i>ἀστραπᾶν κράτη νέμων</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχή]], [[αρχή]] εξουσίας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπεροχή]], υπέρτερη [[δύναμη]], [[κυριαρχία]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>κρ.ἀριστείας</i>, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ.
|lsmtext='''κράτος:''' [ᾰ], Ιων. και Επικ. [[κάρτος]], -εος, τό·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ [[κράτος]], με όλη τη [[δύναμη]] ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με [[κάθε]] [[δύναμη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Όμηρ.· [[διακυβέρνηση]], [[εξουσία]], [[αρχή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αρχή]] πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., <i>ἀστραπᾶν κράτη νέμων</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχή]], [[αρχή]] εξουσίας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπεροχή]], υπέρτερη [[δύναμη]], [[κυριαρχία]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>κρ.ἀριστείας</i>, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κράτος:''' (), эп.-ион. тж. [[κάρτος]], εος τό<br /><b class="num">1)</b> [[сила]], [[мощь]], [[крепость]] (τὸ σιδήρου κ. Hom.): κατὰ κ. всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν [[ἑλεῖν]] Thuc.); ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. мчаться во весь опор; πρὸς ἰσχύος κ. Soph. силой, насильно;<br /><b class="num">2)</b> [[могущество]], [[власть]] (sc. [[Διός]] Hom.): τὸ [[πᾶν]] κ. ἔχειν Her. быть всемогущим; θρόνων χράτη Soph. царская власть; τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. господство на море; τὸ κράτος ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. стоять во главе армии;<br /><b class="num">3)</b> [[глава]], [[вождь]], [[повелитель]]: Ἀχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. оба повелителя ахейцев, т. е. Агамемнон и Менелай; Διογενὲς φιλόμαχον κ. Aesch. рожденная Зевсом царица битв (т. е. Афина);<br /><b class="num">4)</b> [[одоление]], [[победа]] ([[νίκη]] καὶ κ. τῶν πολεμίων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. [[бесчинства]], [[проступки]] (εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ [[τῇδε]] κείσεται κράτη Soph.).
|lstext='''κράτος''': ᾰ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[κάρτος]], εος, τό, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], παρ’ Ὁμ. [[κυρίως]] ἐπὶ σωματικῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[δόλος]], Ἰλ. Η. 142· ἔχει ἥβης [[ἄνθος]], ὅ τε [[κράτος]] ἔστι μέγιστον Ν. 484, κτλ.· τὸ γὰρ [[αὖτε]] σιδήρου γε [[κράτος]] ἐστίν, τοῦτο (δηλ. τὸ βάψαι) [[εἶναι]] τὸ παρέχον δύναμιν εἰς τὸν [[σίδηρον]], Ὀδ. Ι. 393· [[δικαία]] γλῶσσ’ ἔχει κρ. μέγα Σοφ. Ἀποσπ. 101, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 207· κατὰ [[κράτος]], πάσῃ ἰσχύι, πάσῃ δυνάμει, πολιορκεῖσθαι Θουκ. 1. 64· πολεμεῖν Πλάτ. Νόμ. 692D ἐξελέγχεσθαι Δημ. 913. 15, κτλ.· ἀλλὰ συχνότατα, πόλιν [[ἑλεῖν]] κατὰ [[κράτος]], κυριεῦσαι αὐτὴν βίᾳ, ἐξ ἐφόδου, Θουκ. 8. 100, Ἰσοκρ. 65C, κτλ.· [[οὕτως]], ἀνὰ [[κράτος]] αἱρεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 23· ἐλαύνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 8, 1, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], ἀπὸ κράτους Διόδ. 17. 34· πρὸς ἰσχύος [[κράτος]], ἀντίθετ. τῷ λόγῳ, Σοφ. Φιλ. 594. 2) προσωποπ., Ἰσχύς, Δύναμις, Κρ. Βία τε Αἰσχύλ. Πρ. 12· Κρ. καὶ Δίκη ὁ αὐτ. ἐν Χο. 244. ΙΙ. [[καθόλου]], [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], τοῦ γὰρ κρ. ἐστί μέγιστον, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Β. 118, κτλ.· τοῦ γὰρ κρ. ἐστιν ἐν οἴκῳ Ὀδ. Α. 359, πρβλ. Ἰλ. Μ. 214· οὕτω, Ζηνὸς κρ. Πινδ. Ο. 6. 162, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 529· [[ὑποχείριος]] κράτεσιν ἀρσένων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 393, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 485. 2) μεθ’ Ὅμ., [[κυβέρνησις]], [[διοίκησις]], [[ἐξουσία]], Ἡρόδ. 1. 129· τὸ κρ. περιθεῖναί τινι ὁ αὐτ. ἐν 3. 81· τὸ πᾶν κρ. ἔχω, εἶμαι [[πανίσχυρος]], ὁ αὐτ. ἐν 7. 3· ἐκπίπτειν κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 948· ἀρχὴ καὶ κρ. τυραννικὸν Σοφ. Ο. Κ. 373· πρῶτος ἐν κράτει [[βασιλεύς]], ὁ πρῶτος βασιλεὺς μὲ ἀληθινὴν ἐξουσίαν, Θουκ. 2. 29· ― καὶ ἐν τῷ πληθ., κράτη καὶ θρόνους Σοφ. Ἀντ. 173, πρβλ. 586, κτλ.· θρόνων κράτη ὑψίστη, βασιλικὴ [[ἰσχύς]], [[ἐξουσία]], [[αὐτόθι]] 166. 3) μετὰ γεν., [[ἐξουσία]], ἀρχὴ ἐπί τινος, [[κράτος]] ἔχειν τῶν Περσῶν Ἡρόδ. 3. 69· τὸ κρ. εἶχε τῆς στρατιῆς ὁ αὐτ. ἐν 9. 42· πᾶν [[κράτος]] χθονὸς Αἰσχύλ. Ἰκέτ. 425· τῶν ἄλλων δαιμόνων Εὐρ. Τρῳ. 949· δὸς κρ. τῶν σῶν δόμων Αἰσχύλ. Χο. 480· δωμάτων ἔχειν κρ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 871· τὸ τῆς θαλάσσης κρ. Θουκ. 1. 143· κρ. τῆς γῆς ὁ αὐτ. ἐν 8. 24· ὧν ἂν ᾗ τὸ κρ. τῆς γῆς, ὅσοι ἔχουσι τὴν ἐξουσίαν τῆς χώρας, αὐτ. ἐν 4. 98· κρ. ἔχειν [[ἑαυτοῦ]] Πλάτ. Πολιτ. 273Α· ἐν τῷ πληθ., ἀστραπῶν κράτη νέμων Σοφ. Ο. Τ. 201. 4) ἐπὶ προσώπων, [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], Ἀχαιῶν δίθρονον κρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 109, πρβλ. 619, Θήβ. 127. ΙΙΙ. [[ὑπεροχή]], ὑπερτέρα [[δύναμις]], [[κυριότης]], συχν. παρ’ Ὁμ., ὡς Ἰλ. Α. 509., Ζ. 387, Ὀδ. Φ. 280· κρ. ἄρνυσθαι Σοφ. Φιλ. 838· [[νίκη]] καὶ κράτη Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 951· ἀέθλων κρ., [[νίκη]] ἐν..., Πινδ. Ι. 8 (7). 7· [[νίκη]] καὶ κρ. τῶν δρωμένων Σοφ. Ἠλ. 85· κρ. ἀριστείας, ἡ [[ἀμοιβή]]. τὸ [[ἔπαθλον]], [[βραβεῖον]] τῆς μεγίστης ἀνδρείας, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 443· [[νίκη]] καὶ κρ. τῶν πολεμίων Πλάτ. Νόμ. 962Α· κρ. πολέμου καὶ [[νίκη]] Δημ. 381. 12. ― Ἡ [[λέξις]] αὕτη καὶ τὰ παράγωγα αὐτῆς φέρονται ὑπὸ δύο τύπους, κρατ- καὶ καρτ-· ὁ [[δεύτερος]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[ἐπικός]], [[οἷον]] [[κάρτος]], [[κάρτιστος]], [[καρτύνω]], ἀλλ’ ἐν τῷ κρατερὸς καὶ καρτερὸς ἐπικρατεῖ τὸ ἀντίθετον ὡς [[κανών]], ἴδε κρατερὸς ἐν τέλ.· τὰ δὲ [[κρατέω]], κρατὺς δὲν ἔχουσι τύπον καρτ-. (Ἡ [[ῥίζα]] ἀναφαίνεται καὶ ἐν τῷ κραταιός. Γοτθ. hard-us ([[σκληρός]], [[αὐστηρός]]), Ἀρχ. Γερμ. hart-i, κτλ.)
}}
{{elnl
|elnltext=κράτος -ους, zonder contr. -εος, τό, ep. κάρτος, ep. Aeol. κρέτος kracht, geweld:; κάρτος... Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη δώσουσ ( ι ) Athena en Hera zullen (jou) wel kracht geven Il. 9.254; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κράτος ἐστίν want dat geeft nu juist de kracht aan ijzer Od. 9.393; κατὰ κράτος met geweld Thuc. 8.100.5; κατὰ κράτος τοῦ κυρίου λόγος ηὔξανεν καὶ ἴσχυεν zo groeide het woord van de Heer in kracht en kreeg de overhand NT Act. Ap. 19.20; ἔφευγον ἀνὰ κράτος zij vluchtten zo snel mogelijk Xen. Cyr. 4.2.30; personif. το Κράτος: Kracht. macht, gezag, heerschappij:; τοῦ γὰρ κράτος ἔστ’ ἐνὶ οἴκῳ want mij komt het gezag in huis toe Od. 1.359; τούτοισι περιθέωμεν τὸ κράτος laten we deze mensen met de macht bekleden Hdt. 3.81.3; ἐγὼ κράτη δὴ πάντα... ἔχω ik bezit het volledige gezag Soph. Ant. 173; met gen.:; τὸ τῆς θαλάσσης κράτος de heerschappij op zee Thuc. 1.143.3; overdr.:; κράτος ἔχειν ἑαυτοῦ zelfbeheersing bezitten Plat. Plt. 273a; overhand:; θεὸς δώσει κράτος ᾧ κ’ ἐθέλῃσι de god zal de overwinning geven aan wie hij wil Od. 21.280; concr. machthebber, heerser:. τῆσδε γῆς φίλον κράτος geliefde heerser van dit land Aeschl. Ag. 619.
}}
}}
{{etym
{{etym