παροίχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παροιχήσομαι, <i>pf. Act.</i> [[παρῴχηκα]] <i>ou</i> [[παρῴχημαι]], <i>pqp.</i> παρῳχήκειν;<br /><b>I.</b> aller au-delà ; être passé ; passer, s'évanouir, disparaître : παροίχεσθαι δείματι ESCHL mourir de peur ; <i>en parl. du temps</i> s'écouler : τὰ παροιχόμενα, les choses passées;<br /><b>II.</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> éviter, se débarrasser de, gén.;<br /><b>2</b> s'écarter du droit chemin, s'égarer, s'éloigner de, être loin de se douter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴχομαι]].
|btext=<i>f.</i> παροιχήσομαι, <i>pf. Act.</i> [[παρῴχηκα]] <i>ou</i> [[παρῴχημαι]], <i>pqp.</i> παρῳχήκειν;<br /><b>I.</b> aller au-delà ; être passé ; passer, s'évanouir, disparaître : παροίχεσθαι δείματι ESCHL mourir de peur ; <i>en parl. du temps</i> s'écouler : τὰ παροιχόμενα, les choses passées;<br /><b>II.</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> éviter, se débarrasser de, gén.;<br /><b>2</b> s'écarter du droit chemin, s'égarer, s'éloigner de, être loin de se douter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι: πρκμ. παρῴχηκα, Ἰων. παροίχωκα, καὶ παρὰ μεταγεν. παρῴχημαι (Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 16, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 12, 3· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. παροιχομένων)· ἀποθ. Ἔχω παρέλθει, παρῴχετο [[γηθόσυνος]] κῆρ, παρῆλθεν, ἀνεχώρησεν, Ἰλ. Δ. 272. 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, παρῴχηκεν δὲ [[πλέων]] νὺξ Ἰλ. Κ. 252· ἡ παροιχομένη νύξ, ἡ παρελθοῦσα νύξ, Ἡρόδ. 1. 209., 9. 58· ὁ π. [[χρόνος]], ὁ παρελθών, ὁ αὐτ. 2. 14· [[Ὀλύμπια]] παροιχώκεε ὁ αὐτ. 8. 72· ἄνδρες παροιχόμενοι, τῶν παρελθόντων χρόνων, Πινδάρ. Ν. 6. 50· [[δεῖμα]] παροιχόμενον, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου acti I bores, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 23· παροιχόμενα κακὰ Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 17 οὕτω, τὰ παροιχόμενα, τὰ παρελθόντα, Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, (παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 762, ὁ προειρημένος). 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ παρῳχημένος ([[χρόνος]]), tempus praeteritum, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 267, κτλ. ΙΙ. [[γίνομαι]] ὡς [[νεκρός]], δείματι, ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 738. ΙΙΙ. μετὰ γεν., [[ἀπομακρύνομαι]], ἀπέχομαι ἀπό τινος, νείκους τοῦδε [[αὐτόθι]] 452· δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει, πόσον ἀπεμακρύνθης, πόσον κατέπεσες ἐκ τῆς προτέρας εὐτυχίας, Elmsl. καὶ Herm. εἰς Εὐρ. Μήδ. 964.
|elnltext=παρ-οίχομαι, Ion. perf. παροίχωκα, plqperf. 3 sing. παροιχώκεε met gen. voorbijgaan aan, uit de weg gaan, miskennen:. ἦ κάρτα νείκους τοῦδ’ ἐγὼ παροίχομαι van deze twist houd ik mij zeer verre Aeschl. Suppl. 452; μοίρας ὅσον παροίχῃ hoezeer misken je jouw lot Eur. Med. 995. intrans. verdergaan, voorbijgaan:; Ἀτρεΐδης δὲ παρῴχετο de zoon van Atreus ging verder Il. 4.272; overdr. sterven:; παροίχομαι δείματι ik sterf van angst Aeschl. Suppl. 738; van tijd voorbij zijn:; παροίχεται πόνος de ellende is voorbij Aeschl. Ag. 567; ptc. attr..; ἐν τῇ παροιχομένῃ νυκτί in de afgelopen nacht Hdt. 1.209.4; ptc. subst. τὰ παροιχόμενα het verleden.
}}
{{elru
|elrutext='''παροίχομαι:''' (fut. παροιχήσομαι; pf. [[παρῴχηκα]] и παροίχωκα, [[παρῴχημαι]] и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)<br /><b class="num">1)</b> [[уходить прочь]], [[удаляться]] Hom.: παροιχόμενοι [[ἄνδρες]] Pind. люди, которых уже нет;<br /><b class="num">2)</b> (о событиях), [[проходить]], [[миновать]], (ὀλύμπια [[παροιχώκεε]] Her.): παρῴχηκεν [[πλέων]] νὺξ τῶν [[δύο]] μοιράων Hom. прошло больше двух третей ночи; ἡ παροιχομένη [[νύξ]] Her. прошлая ночь; τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; минувшее; грам. [[παρῳχημένος]] (sc. [[χρόνος]]) Sext. или τὸ παρῳχηκός прошедшее время;<br /><b class="num">3)</b> [[отклоняться]], [[отходить]]: π. τοῦ νείκους Aesch. уклоняться от борьбы; μοίρας π. Eur. лишиться (своей) судьбы, т. е. прежнего величия; π. δείματι Aesch. упустить (что-л.) от страха, по по друг. умирать от страха.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''παροίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>, παρακ. <i>-ῴχηκα</i>, Ιων. <i>-οίχωκα</i>, και σε μεταγεν. συγγραφείς <i>-ώχημαι</i>· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. <i>-οιχώκεε</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω περάσει, έχω διέλθει, <i>παρῴχετο γηθόσυκος κήρ</i>, αναχώρησε, πήρε το δρόμο του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω παρέλθει, στο ίδ.· ἡ παροιχομένη [[νύξ]], η [[νύχτα]] που πέρασε, σε Ηρόδ.· [[ἄνδρες]] παροιχόμενοι, άνδρες των παρελθόντων εποχών, σε Πίνδ.· <i>τὰ παροιχόμενα</i>, το [[παρελθόν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[ὅσον]] μοίρας παροίχῃ, πόσο απομακρύνθηκες από την υψηλή [[σου]] [[θέση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παροίχομαι:''' μέλ. <i>-οιχήσομαι</i>, παρακ. <i>-ῴχηκα</i>, Ιων. <i>-οίχωκα</i>, και σε μεταγεν. συγγραφείς <i>-ώχημαι</i>· γʹ ενικ. Ιων. υπερσ. <i>-οιχώκεε</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω περάσει, έχω διέλθει, <i>παρῴχετο γηθόσυκος κήρ</i>, αναχώρησε, πήρε το δρόμο του, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, έχω παρέλθει, στο ίδ.· ἡ παροιχομένη [[νύξ]], η [[νύχτα]] που πέρασε, σε Ηρόδ.· [[ἄνδρες]] παροιχόμενοι, άνδρες των παρελθόντων εποχών, σε Πίνδ.· <i>τὰ παροιχόμενα</i>, το [[παρελθόν]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[ὅσον]] μοίρας παροίχῃ, πόσο απομακρύνθηκες από την υψηλή [[σου]] [[θέση]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροίχομαι:''' (fut. παροιχήσομαι; pf. [[παρῴχηκα]] и παροίχωκα, [[παρῴχημαι]] и παροίχημαι; ppf. παρῳχήκειν)<br /><b class="num">1)</b> [[уходить прочь]], [[удаляться]] Hom.: παροιχόμενοι [[ἄνδρες]] Pind. люди, которых уже нет;<br /><b class="num">2)</b> (о событиях), [[проходить]], [[миновать]], (ὀλύμπια [[παροιχώκεε]] Her.): παρῴχηκεν [[πλέων]] νὺξ τῶν [[δύο]] μοιράων Hom. прошло больше двух третей ночи; ἡ παροιχομένη [[νύξ]] Her. прошлая ночь; τὰ παροιχόμενα Her., Xen.; минувшее; грам. ὁ [[παρῳχημένος]] (sc. [[χρόνος]]) Sext. или τὸ παρῳχηκός прошедшее время;<br /><b class="num">3)</b> [[отклоняться]], [[отходить]]: π. τοῦ νείκους Aesch. уклоняться от борьбы; μοίρας π. Eur. лишиться (своей) судьбы, т. е. прежнего величия; π. δείματι Aesch. упустить (что-л.) от страха, по по друг. умирать от страха.
|lstext='''παροίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι: πρκμ. παρῴχηκα, Ἰων. παροίχωκα, καὶ παρὰ μεταγεν. παρῴχημαι (Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 16, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 12, [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. παροιχομένων)· ἀποθ. Ἔχω παρέλθει, παρῴχετο [[γηθόσυνος]] κῆρ, παρῆλθεν, ἀνεχώρησεν, Ἰλ. Δ. 272. 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, παρῴχηκεν δὲ [[πλέων]] νὺξ Ἰλ. Κ. 252· ἡ παροιχομένη νύξ, ἡ παρελθοῦσα νύξ, Ἡρόδ. 1. 209., 9. 58· π. [[χρόνος]], ὁ παρελθών, ὁ αὐτ. 2. 14· [[Ὀλύμπια]] παροιχώκεε ὁ αὐτ. 8. 72· ἄνδρες παροιχόμενοι, τῶν παρελθόντων χρόνων, Πινδάρ. Ν. 6. 50· [[δεῖμα]] παροιχόμενον, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου acti I bores, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 23· παροιχόμενα κακὰ Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 17 οὕτω, τὰ παροιχόμενα, τὰ παρελθόντα, Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, (παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 762, ὁ προειρημένος). 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ παρῳχημένος ([[χρόνος]]), tempus praeteritum, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 267, κτλ. ΙΙ. [[γίνομαι]] ὡς [[νεκρός]], δείματι, ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 738. ΙΙΙ. μετὰ γεν., [[ἀπομακρύνομαι]], ἀπέχομαι ἀπό τινος, νείκους τοῦδε [[αὐτόθι]] 452· δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει, πόσον ἀπεμακρύνθης, πόσον κατέπεσες ἐκ τῆς προτέρας εὐτυχίας, Elmsl. καὶ Herm. εἰς Εὐρ. Μήδ. 964.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-οίχομαι, Ion. perf. παροίχωκα, plqperf. 3 sing. παροιχώκεε met gen. voorbijgaan aan, uit de weg gaan, miskennen:. ἦ κάρτα νείκους τοῦδ’ ἐγὼ παροίχομαι van deze twist houd ik mij zeer verre Aeschl. Suppl. 452; μοίρας ὅσον παροίχῃ hoezeer misken je jouw lot Eur. Med. 995. intrans. verdergaan, voorbijgaan:; Ἀτρεΐδης δὲ παρῴχετο de zoon van Atreus ging verder Il. 4.272; overdr. sterven:; παροίχομαι δείματι ik sterf van angst Aeschl. Suppl. 738; van tijd voorbij zijn:; παροίχεται πόνος de ellende is voorbij Aeschl. Ag. 567; ptc. attr..; ἐν τῇ παροιχομένῃ νυκτί in de afgelopen nacht Hdt. 1.209.4; ptc. subst. τὰ παροιχόμενα het verleden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj