3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0526.png Seite 526]] (s. [[οἴχομαι]]), vorbeigehen, Il. 4, 272; auch von der Zeit, νὺξ παρῴχηκε, 10, 252; [[δεῖμα]] παροιχόμενον, Pind. I. 7, 12; παροίχεται δὲ [[πόνος]], παροίχεται δὲ τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν τὸ μήποτ' [[αὖθις]] μηδ' ἀναστῆναι μέλειν, Aesch. Ag. 553; ἡ παροιχομένη νύξ, Her. 9, 58. 60; Ὀλύμπια παροιχώκεε, 8, 72; παρῳχημένου χρόνου, 2, 14; παροιχομένων κακῶν [[αἴτιος]], Xen. Hell. 1, 4, 17; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene, An. 2, 4, 1, wo freilich die [[varia lectio|v.l.]] παρῳχημένα, aber Krüger richtig auf das simplex [[οἴχομαι]] verweis't, welches auch im Präsens oft Perfectbdtg hat; so auch Her. τῶν παροιχομένων ἔχειν [[χάριν]], 7, 120; ὁ [[θόρυβος]] [[ἤδη]] παρῳχήκει, Pol. 8, 29, 9; S0., παρῳχημένῃ νυκτί, Plut. Camill. 14. – Daher bei den Gramm. ὁ [[παρῳχημένος]], sc. [[χρόνος]], tempus praeteritum, od. παρῳχηκώς, S. Emp. adv. phys. 2, 119 u. oft. – Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen, πολυδρόμου φυγᾶς [[ὄφελος]] εἴ τί μοι, [[παροίχομαι]] δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet, Aesch. Suppl. 719; vgl. νείκους τοῦδ' ἐγὼ [[παροίχομαι]], 447, Schol. ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; aber Eur. Med. δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0526.png Seite 526]] (s. [[οἴχομαι]]), vorbeigehen, Il. 4, 272; auch von der Zeit, νὺξ παρῴχηκε, 10, 252; [[δεῖμα]] παροιχόμενον, Pind. I. 7, 12; παροίχεται δὲ [[πόνος]], παροίχεται δὲ τοῖσι μὲν τεθνηκόσιν τὸ μήποτ' [[αὖθις]] μηδ' ἀναστῆναι μέλειν, Aesch. Ag. 553; ἡ παροιχομένη νύξ, Her. 9, 58. 60; Ὀλύμπια παροιχώκεε, 8, 72; παρῳχημένου χρόνου, 2, 14; παροιχομένων κακῶν [[αἴτιος]], Xen. Hell. 1, 4, 17; τὰ παροιχόμενα, das Vergangene, An. 2, 4, 1, wo freilich die [[varia lectio|v.l.]] παρῳχημένα, aber Krüger richtig auf das simplex [[οἴχομαι]] verweis't, welches auch im Präsens oft Perfectbdtg hat; so auch Her. τῶν παροιχομένων ἔχειν [[χάριν]], 7, 120; ὁ [[θόρυβος]] [[ἤδη]] παρῳχήκει, Pol. 8, 29, 9; S0., παρῳχημένῃ νυκτί, Plut. Camill. 14. – Daher bei den Gramm. ὁ [[παρῳχημένος]], sc. [[χρόνος]], tempus praeteritum, od. παρῳχηκώς, S. Emp. adv. phys. 2, 119 u. oft. – Auch vorbeigehen, vernachlässigen, versäumen, πολυδρόμου φυγᾶς [[ὄφελος]] εἴ τί μοι, [[παροίχομαι]] δείματι, vor Furcht habe ich es nicht beachtet, Aesch. Suppl. 719; vgl. νείκους τοῦδ' ἐγὼ [[παροίχομαι]], 447, Schol. ἐκτὸς ἔσομαι τοῦ νείκους, ich vermeide den Streit; aber Eur. Med. δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει ist = wie sehr gehst du fehl, irrst du in deinem Geschick. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παροιχήσομαι, <i>pf. Act.</i> [[παρῴχηκα]] <i>ou</i> [[παρῴχημαι]], <i>pqp.</i> παρῳχήκειν;<br /><b>I.</b> aller au-delà ; être passé ; passer, s'évanouir, disparaître : παροίχεσθαι δείματι ESCHL mourir de peur ; <i>en parl. du temps</i> s'écouler : τὰ παροιχόμενα, les choses passées;<br /><b>II.</b> passer le long de <i>ou</i> au delà de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> éviter, se débarrasser de, gén.;<br /><b>2</b> s'écarter du droit chemin, s'égarer, s'éloigner de, être loin de se douter de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι: πρκμ. παρῴχηκα, Ἰων. παροίχωκα, καὶ παρὰ μεταγεν. παρῴχημαι (Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 16, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 12, 3· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. παροιχομένων)· ἀποθ. Ἔχω παρέλθει, παρῴχετο [[γηθόσυνος]] κῆρ, παρῆλθεν, ἀνεχώρησεν, Ἰλ. Δ. 272. 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, παρῴχηκεν δὲ [[πλέων]] νὺξ Ἰλ. Κ. 252· ἡ παροιχομένη νύξ, ἡ παρελθοῦσα νύξ, Ἡρόδ. 1. 209., 9. 58· ὁ π. [[χρόνος]], ὁ παρελθών, ὁ αὐτ. 2. 14· [[Ὀλύμπια]] παροιχώκεε ὁ αὐτ. 8. 72· ἄνδρες παροιχόμενοι, τῶν παρελθόντων χρόνων, Πινδάρ. Ν. 6. 50· [[δεῖμα]] παροιχόμενον, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου acti I bores, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 23· παροιχόμενα κακὰ Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 17 οὕτω, τὰ παροιχόμενα, τὰ παρελθόντα, Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, (παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 762, ὁ προειρημένος). 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ παρῳχημένος ([[χρόνος]]), tempus praeteritum, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 267, κτλ. ΙΙ. [[γίνομαι]] ὡς [[νεκρός]], δείματι, ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 738. ΙΙΙ. μετὰ γεν., [[ἀπομακρύνομαι]], ἀπέχομαι ἀπό τινος, νείκους τοῦδε [[αὐτόθι]] 452· δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει, πόσον ἀπεμακρύνθης, πόσον κατέπεσες ἐκ τῆς προτέρας εὐτυχίας, Elmsl. καὶ Herm. εἰς Εὐρ. Μήδ. 964. | |lstext='''παροίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι: πρκμ. παρῴχηκα, Ἰων. παροίχωκα, καὶ παρὰ μεταγεν. παρῴχημαι (Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 16, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 12, 3· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. παροιχομένων)· ἀποθ. Ἔχω παρέλθει, παρῴχετο [[γηθόσυνος]] κῆρ, παρῆλθεν, ἀνεχώρησεν, Ἰλ. Δ. 272. 2) ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, παρῴχηκεν δὲ [[πλέων]] νὺξ Ἰλ. Κ. 252· ἡ παροιχομένη νύξ, ἡ παρελθοῦσα νύξ, Ἡρόδ. 1. 209., 9. 58· ὁ π. [[χρόνος]], ὁ παρελθών, ὁ αὐτ. 2. 14· [[Ὀλύμπια]] παροιχώκεε ὁ αὐτ. 8. 72· ἄνδρες παροιχόμενοι, τῶν παρελθόντων χρόνων, Πινδάρ. Ν. 6. 50· [[δεῖμα]] παροιχόμενον, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου acti I bores, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 23· παροιχόμενα κακὰ Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 17 οὕτω, τὰ παροιχόμενα, τὰ παρελθόντα, Ἡρόδ. 7. 120, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, (παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 762, ὁ προειρημένος). 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ παρῳχημένος ([[χρόνος]]), tempus praeteritum, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 267, κτλ. ΙΙ. [[γίνομαι]] ὡς [[νεκρός]], δείματι, ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκ. 738. ΙΙΙ. μετὰ γεν., [[ἀπομακρύνομαι]], ἀπέχομαι ἀπό τινος, νείκους τοῦδε [[αὐτόθι]] 452· δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει, πόσον ἀπεμακρύνθης, πόσον κατέπεσες ἐκ τῆς προτέρας εὐτυχίας, Elmsl. καὶ Herm. εἰς Εὐρ. Μήδ. 964. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |