κόπτω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> κόψω, <i>ao.</i> ἔκοψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> [[ἐκόπην]], <i>pf.</i> [[κέκομμαι]];<br /><b>I. 1</b> frapper à coups répétés ; frapper <i>en gén.</i> : τὴν θύραν AR à la porte ; κ. τινὰ [[παρήϊον]] IL frapper qqn à la joue ; <i>particul.</i> frapper avec une arme;<br /><b>2</b> abattre en frappant : τινα ποτὶ γαίῃ OD frapper qqn contre terre ; [[βοῦς]] XÉN abattre des bœufs;<br /><b>3</b> secouer, fatiguer par des secousses répétées ; <i>fig.</i> ἐρωτήμασι PLUT importuner <i>ou</i> harceler de questions;<br /><b>II.</b> couper, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> séparer en coupant : κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς IL séparer la tête du cou ; χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας OD couper les mains et les pieds ; δένδρα THC couper des arbres, les abattre ; χώραν XÉN dévaster un pays en coupant les arbres;<br /><b>2</b> couper en menus morceaux : κύπερον HDT du souchet;<br /><b>3</b> entamer, entailler : τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι HDT taillader le visage à coups d'épées ; <i>en parl. d'animaux (oiseaux, serpents, poissons, vers, etc.)</i> becqueter, mordre, ronger, <i>etc. ; fig.</i> endommager, avarier ; φρενῶν κεκομμένος ESCHL qui a l'esprit frappé, la raison atteinte;<br /><b>4</b> frapper avec le marteau, forger : δεσμούς IL des liens ; [[νόμισμα]] HDT frapper une monnaie;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> rebattre, fatiguer, user par la fatigue : τινα, qqn ; <i>Pass.</i> être rebattu, fatigué : τινι, de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> κόπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> frapper (une monnaie);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se frapper : κεφαλήν IL la tête (de chagrin, de désespoir, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se frapper la poitrine en signe de deuil ; κόπτεσθαί τινα AR se frapper la poitrine au sujet de qqn, pleurer qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, frapper.
|btext=<i>f.</i> κόψω, <i>ao.</i> ἔκοψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> [[ἐκόπην]], <i>pf.</i> [[κέκομμαι]];<br /><b>I. 1</b> frapper à coups répétés ; frapper <i>en gén.</i> : τὴν θύραν AR à la porte ; κ. τινὰ [[παρήϊον]] IL frapper qqn à la joue ; <i>particul.</i> frapper avec une arme;<br /><b>2</b> abattre en frappant : τινα ποτὶ γαίῃ OD frapper qqn contre terre ; [[βοῦς]] XÉN abattre des bœufs;<br /><b>3</b> secouer, fatiguer par des secousses répétées ; <i>fig.</i> ἐρωτήμασι PLUT importuner <i>ou</i> harceler de questions;<br /><b>II.</b> couper, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> séparer en coupant : κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς IL séparer la tête du cou ; χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας OD couper les mains et les pieds ; δένδρα THC couper des arbres, les abattre ; χώραν XÉN dévaster un pays en coupant les arbres;<br /><b>2</b> couper en menus morceaux : κύπερον HDT du souchet;<br /><b>3</b> entamer, entailler : τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι HDT taillader le visage à coups d'épées ; <i>en parl. d'animaux (oiseaux, serpents, poissons, vers, etc.)</i> becqueter, mordre, ronger, <i>etc. ; fig.</i> endommager, avarier ; φρενῶν κεκομμένος ESCHL qui a l'esprit frappé, la raison atteinte;<br /><b>4</b> frapper avec le marteau, forger : δεσμούς IL des liens ; [[νόμισμα]] HDT frapper une monnaie;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> rebattre, fatiguer, user par la fatigue : τινα, qqn ; <i>Pass.</i> être rebattu, fatigué : τινι, de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> κόπτομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> frapper (une monnaie);<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se frapper : κεφαλήν IL la tête (de chagrin, de désespoir, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se frapper la poitrine en signe de deuil ; κόπτεσθαί τινα AR se frapper la poitrine au sujet de qqn, pleurer qqn.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, frapper.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόπτω''': μέλλ. κόψω: ἀόρ. ἔκοψα: πρκμ. κέκοφα (ἐν τοῖς συνθέτοις ἐκ-, περι-, συγ-), Ἐπικ. μετοχ. κεκοπὼς Ἰλ. Ν. 60, Ὀδ. Σ. 334. ― Μέσ. μέλλ. κόψομαι Ἑβδ., (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. σημασίας Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 651, 731): ἀόρ. ἐκοψάμην Ἡρόδ.· ― Παθ. μέλλ. κεκόψομαι (ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐκ, κατα-), κοπήσομαι (συγ-): ἀόρ. ἐκόπην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Ἀριστοφ., Θουκ.: πρκμ. κέκομμαι Αἰσχύλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΠ, πρβλ. πρκμ. κεκοπώς: ἀόρ. κοπῆναι, κοπίς, κοπή, κόπανον, [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] κωφός· ἀλλὰ ἡ [[λέξις]] σκέπαρνον, παραβαλλομένη πρὸς τοὺς Σλαυικοὺς τύπους skop-iti (castrare), κτλ., φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦν ΣΚΕΠ ἢ ΣΚΟΠ). Κόπτω, πλήττω, κτυπῶ, Λατ. caedo, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ [[ἐφεξῆς]] κατὰ διαφόρους σχέσεις, 1) πλήττω, κτυπῶ, ἀμφὶ [[κάρα]] κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Ὀδ. Σ. 334· μετὰ διπλῆς αἰτ., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, τὸν ἔπληξε κατὰ τὴν παρειάν, Ἰλ. Ψ. 690. 2) πλήττω ἢ κτυπῶ δι’ ὅπλων, Λατ. ferire, κόπτοντες δούρεσσι [[μετάφρενον]] Ὀδ. Θ. 528, πρβλ. Ἰλ. Μ. 204· τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Ἡρόδ. 6. 113· μεταφορ., ῥήμασι κ. Ἀνθ. Π. 11. 335. 3) κτυπῶ [[ζῷον]] διὰ πελέκεως ἢ σφύρας [[ὅπως]] τὸ φονεύσω, κόψας [[ἐξόπισθεν]] κεράων βοὸς Ἰλ. Ρ. 521, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 425, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ἰδίως, [[ὁπόταν]] νοῆται ἡ ὑπὸ τοῦ κρεοπώλου [[σφαγή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Εὐμ. 635, Εὐρ. Ἠλ. 838. 4) [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκόπτω]], [[κατακόπτω]], κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ἰλ. Ν. 203· χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κόπτον Ὀδ. Χ. 477· κ. τὰ γέρρα ταῖς μαχαίραις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 26· κ. δένδρα, [[κατακόπτω]], κόπτων [[κρημνίζω]], Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 39, 43· κ. τὴν χώραν, ὡς τὰ κείρειν, τέμνειν, [[κατακόπτω]] τὰ δένδρα αὐτῆς, δενδροτομῶ, ἐρημώνω, [[αὐτόθι]] 3. 2, 26., 4. 6, 5· ― ἐπὶ πλοίων, ἐν τῷ παθ. τύπῳ, συντρίβομαι, καθίσταμαι ἄχρηστον ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 4. 14., 8. 13· ― μεταφ., φρενῶν κεκομμένος, ὡς τὸ νόου βεβλαμμένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· ἁ φροντὶς κόπτοισα τὸν [[ὕπνον]] ἐμποδίζουσα, Θεόκρ. 21. 28· [[πνεῦμα]] κοπτόμενον, [[αἴφνης]] διακοπτόμενον, κρατηθέν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 16. 5) κτυπῶ ἵππον, [[ὅπως]] ἀναγκάσω αὐτὸν νὰ τρέχῃ ταχύτερα, κόπτε δ’ Ὀδυσσεὺς τόξῳ Ἰλ. Κ. 513· [[οὕτως]] [[Ποσειδῶν]] παρορμᾷ τοὺς δύο Αἴαντας, σκηπανίῳ… ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος Ἰλ. Ν. 60. 6) κτυπῶ, σφυρηλατῶ, κόπτε δὲ δεσμοὺς Σ. 379, Ὀδ. Θ. 274 (ὡς τὸ [[ἐλαύνω]] ΙΙΙ. 1)· ― [[μετέπειτα]] [[ὡσαύτως]], ἐπὶ μετάλλου, [[κόπτω]] [[νόμισμα]], Λατ. percutere nummos, Ἡρόδ. 3. 56. ― Μέσ. βάλλω καὶ μοῦ κόπτουν νομίσματα, κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου [[νόμισμα]] ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 4. 166· παθ., ἐπὶ τῶν νομισμάτων, κόπτομαι, χαράττομαι, νομίσμασιν μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 723, πρβλ. 726· ― ([[ἐντεῦθεν]] [[κόμμα]]). 7) κτυπῶ, [[κρούω]], τὴν θύραν, Λατ. pulsare, Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Πλ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 29, Λυσ. Ἀποσπ. 45, Ξεν., κτλ.· [[ἄνευ]] τοῦ θύραν, [[οὗτος]], τί κόπτεις; Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· πρβλ. [[ψοφέω]] ΙΙ, [[ἀράσσω]]. 8) [[κόπτω]] εἰς μικρὰ τεμάχια, [[κατακόπτω]], «λιανίζω», ἢ [[κοπανίζω]] ἐντὸς ἰγδίου, κυπέρου κεκομμένου Ἡρόδ. 4. 71· ἀσταφίδα κεκ. Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 4· πρβλ. [[κοπτός]]. 9) κτυπῶ ἐδῶ καὶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὸ [[ὕδωρ]] [[ὅταν]] κοπῇ Πλάτ. Τίμ. 60Β· [[κόνις]]… κοπτομένη… ὑφ’ ἅρμασι Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· [[θάλασσα]] κοπτομέμη πνοιαῖς Θεόκρ. 22. 16. 10) ἐπὶ πτηνῶν, κτυπῶ διὰ τοῦ ῥάμφους, διατρυπῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 19· ὁ [[ἁλιάετος]]… τὰ λιμναῖα κ., εὑρίσκει λείαν ἐν ταῖς λιμνοθαλάσσαις, ὁ αὐτ. 8, 3· ἐπὶ ἰχθύος, «[[τρώγω]]», [[κόπτω]] διὰ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. 9. 37, 2· ― ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ σίτου, κατατρώγομαι ὑπὸ σκωλήκων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 2. 11) [[σείω]] μεθ’ ὁρμῆς, βιαίως, [[ἵππος]] κ. τὸν ἀναβάτην, διὰ τῶν βημάτων του διασείει τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1, 4, πρβλ. 8, 7, Ἱππ. 292. 53. 12) μεταφ., καταπονῶ, κουράζω, Λατ. obtundo, μήθ’ ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ’ ἐμαυτὸν κ. Δημ. 1439. 17· λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν…, ἢ μὴ κόπτε με Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδ.» 1. 3· πρβλ. Σώσιπ. ἐν «Καταψ.» 1. 20· κ. τὴν ἀκρόασιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 19· κ. ἐρωτήμασι, ὡς τὸ Λατ. obtundere, Πλουτ. Φωκ. 7, πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 74· ― Παθ., φθείρομαι, κατατρύχομαι, κοπτόμενοι ἀεὶ ταῖς στρατείαις Δημ. 22. 22· ― ([[ὅθεν]] [[κόπος]]). ΙΙ. Μέσ., κόπτομαι, κτυπῶ ἢ πλήττω ἐμαυτόν, [[τύπτω]] τὸ [[στῆθος]] ἢ τὴν κεφαλήν μου [[ἕνεκα]] θλίψεως, ὡς τὸ Λατ. plangere, κεφαλὴν δ’ ὅγε κόψατο χερσὶν Ἰλ. Χ. 33, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 121, 4· κόπτεσθαι μέτωπα ὁ αὐτ. 6. 58, πρβλ. 2. 61 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] προστίθεται μαχαίρῃσι), Πλάτ. Φαίδων 60Α, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόλις]] κέκοπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) κόπτεσθαί τινα, θρηνῶ διά τινα, Λατ. plangere aliquem, Εὐρ. Τρῳ. 623, Ἀριστοφ. Λυσ. 396, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 619C, κτλ.· ἴδε [[τύπτω]] ΙΙ· καὶ περὶ τοῦ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὅρα ἐν λέξ. [[κομμός]].
|elnltext=κόπτω ep. aor. κόψα; stamaor. pass. ἐκόπην; perf. κέκοφα, ptc. perf. ook κεκοπώς; med. κέκομμαι; fut. perf. pass. κεκόψομαι; fut. pass. κοπήσομαι act. slaan, stoten:; δύω μάρψας... ποτὶ γαίῃ κόπτ’ nadat hij er twee had gegrepen sloeg hij ze tegen de grond aan stukken Od. 9.290; κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον terwijl zij met hun lansen op haar rug slaan Od. 8.528; overdr.:; φρενῶν κεκομμένος buiten zinnen geslagen Aeschl. Ag. 479; met dubbele acc.:; κόψε δὲ παπτήναντα παρήιον hij sloeg hem op zijn kaak, toen hij boven zijn dekking uitkeek Il. 23.690; kloppen:; τὴν θύραν op de deur kloppen Aristoph. Nub. 132; rammen (van schepen); bijten, steken (van dieren); overdr. afmatten:; κ. τινὰ ἐρωτήμασιν ἀκαίροις iem. doorzagen met ongelegen vragen Plut. Phoc. 7.4; pass.:; κοπτόμενοι δ’ ἀεὶ ταῖς στρατείαις ταύταις terwijl ze voortdurend afgemat worden door die expedities Dem. 2.16; slaan als teken van rouwmisbaar, vgl. 2, met acc. v. h. inw. obj.: ἔκοψα κόμμον Ἄριον ik heb oosters rouwmisbaar aangeheven Aeschl. Ch. 423. slaan, hameren, smeden:; κόπτε δὲ δεσμούς hij smeedde boeien Il. 18.379; ἐπιχώριον νόμισμα κόπτειν inheems geld laten slaan Hdt. 3.56.2; ook med.: νόμισμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κοψάσθαι gouden en zilveren muntgeld slaan Hdt. 1.94.1. hakken, afhakken, omhakken:; χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κ. handen en voeten afhakken Od. 22.477; δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν met de bomen die zij hadden omgehakt Thuc. 2.75.1; πλέην κυπέρου κεκομμένου vol met fijngehakt cyperkruid Hdt. 4.71.1; slachten:; κόπτοντες τοὺς βοῦς καὶ ὄνους doordat zij de ossen en de ezels slachtten Xen. An. 2.1.6; uitbr. verwoesten:; κ. τὴν χώραν het land verwoesten (door het omhakken van bomen) Xen. Hell. 3.2.26; overdr.: τὸν ὕπνον... κόπτοισα de slaap verstorend Theocr. Id. 21.28. med. zich slaan (van verdriet):; κεφαλήν zich op het hoofd slaan Il. 22.33; met dubbele acc.:; τὴν κεφαλήν μιν κόπτεσθαι zich voor het hoofd slaan Hdt. 2.121.δ.2; uitbr. rouwen:. κόπτεσθ’ Ἄδωνιν rouwt om Adonis Aristoph. Lys. 396; κόψονται ἐπ’ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς alle volkeren op aarde zullen om hem weeklagen NT Apoc. 1.7.
}}
{{elru
|elrutext='''κόπτω:''' (fut. [[κόψω]]; эп. part. pf. 2 [[κεκοπώς]]; pass.: aor. 2 [[ἐκόπην]], pf. [[κέκομμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[ударять]], [[бить]] (τινὰ ἀμφὶ [[κάρη]] [[χερσί]], τινὰ [[παρήϊον]] Hom.); med. бить себя (в отчаянии) (κ. κεφαλήν Her.; στένει, κέκοπται, sc. [[ἄστυ]] Σούσων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> med. (с биением себя в грудь) [[горько оплакивать]] (τινα Arph., NT; ἐπί τινα и ἐπί τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[толкать]], [[подгонять]], [[погонять]] (τόξῳ, sc. ἵππους, τινὰ [[μετάφρενον]] ἠδὲ καὶ ὤμους Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[чеканить]] ([[νόμισμα]] Xen., Arst., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[ковать]] (δεσμούς Hom.);<br /><b class="num">6)</b> [[стучать]], [[стучаться]] (τὴν θύραν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> [[толочь]], [[дробить]], [[разбивать]] (τὰς πέτρας λίθοις Arst.; [[κόνις]] κοπτομένη Hes.);<br /><b class="num">8)</b> [[расшибать]] (τινὰς [[ὥστε]] σκύλακας [[ποτὶ]] γαίῃ Hom.);<br /><b class="num">9)</b> (о лошади), [[трясти]], [[утомлять тряской]], (τὸν ἀναβάτην Xen.);<br /><b class="num">10)</b> [[ранить]], [[разить]], [[поражать]] (ῥήμασι καὶ κοπίσιν Anth.; med. τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι Her.);<br /><b class="num">11)</b> (о змее), [[кусать]] (τινὰ κατὰ [[στῆθος]] Her.);<br /><b class="num">12)</b> [[бить клювом]], [[клевать]] (ὁ [[κίρκος]] ἕλκη ποιεῖ κόπτων Arst.; ἀετοὶ κόπτουσι τὰ ὁμόφυλα καὶ φονεύουσι Plut.);<br /><b class="num">13)</b> (о рыбах), [[ловить ртом]], [[клевать]], (κοπτόντων τῶν ἰχθυδίων Arst.);<br /><b class="num">14)</b> [[ловить добычу]], [[охотиться]] (ὁ [[ἁλιάετος]] καὶ τὰ λιμναῖα κόπτει Arst.);<br /><b class="num">15)</b> [[убивать]], [[умерщвлять]] (ἄνδρα Aesch.; ἱκτῆρας ξένους Eur.);<br /><b class="num">16)</b> [[убивать на мясо]], [[зарезывать]] (ὗν Hom.; [[βοῦς]] καὶ ὄνους Xen.);<br /><b class="num">17)</b> [[отсекать]], [[отрубать]], [[срезывать]] (χεῖρας καὶ πόδας, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κλάδους δένδρων NT; [[κύπερος]] κεκομμένος Her.);<br /><b class="num">18)</b> [[разорять]], [[опустошать]] (χώραν Xen., Plut.);<br /><b class="num">19)</b> [[наносить пробоины]], [[повреждать]] (τὰς [[ναῦς]] Plut.): φρενῶν κεκομμένος Aesch. безумный;<br /><b class="num">20)</b> [[мучить]], [[донимать]], [[утомлять]] (ἐρωτήμασιν ἀχαίροις Plut.);<br /><b class="num">21)</b> [[волновать]] ([[θάλασσα]] κοπτομένη πνοιαῖς, перен. τὸν [[ὕπνον]] ἁ φροντὶς κόπτοισα Theocr.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''κόπτω:''' (από τη √<i>ΚΟΠ</i>)· μέλ. <i>κόψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκοψα</i>, παρακ. <i>κέκοφα</i>, Επικ. μτχ. [[κεκοπώς]] — Παθ., μέλ. <i>κεκόψομαι</i>, αόρ. βʹ [[ἐκόπην]], παρακ. [[κέκομμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], κατατοτροπώνω, [[γκρεμίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κόψε μιν [[παρήιον]], τον χτύπησε στο [[πηγούνι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατακόπτω]], [[αποκόπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κ. δένδρα</i>, [[κόβω]] δένδρα, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>κ. τὴν χώραν</i>, [[κόβω]] τα δένδρα σ' αυτήν, την [[ερημώνω]], σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, καταστρέφομαι ή τσακίζομαι από τον εχθρό, σε Θουκ.· μεταφ., <i>φρενῶν κεκομμένος</i>, χτυπημένος στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφυρηλατώ]], [[κατασκευάζω]] στο [[σιδηρουργείο]], σε Όμηρ.· [[κόβω]] [[νόμισμα]], [[κόβω]] [[μέταλλο]] στην [[πρέσα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[βάζω]] και μου κόβουν νομίσματα, [[διατάζω]] νομισματοκοπή, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, κόβομαι σε νομίσματα ή εντυπώνομαι σε [[μέταλλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[χτυπώ]] την πόρτα, Λατ. pulsare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κοπανίζω]], «[[λιανίζω]]» σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για [[άλογο]], [[τραντάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτω]] τον αναβάτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., καταπονούμαι, εξασθενούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>κόπτομαι</i>, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου ή το [[κεφάλι]] μου από [[λύπη]], Λατ. plangere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κόπτεσθαί τινα</i>, [[θρηνώ]] για κάποιον, Λατ. plangere aliqum, σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''κόπτω:''' (από τη √<i>ΚΟΠ</i>)· μέλ. <i>κόψω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔκοψα</i>, παρακ. <i>κέκοφα</i>, Επικ. μτχ. [[κεκοπώς]] — Παθ., μέλ. <i>κεκόψομαι</i>, αόρ. βʹ [[ἐκόπην]], παρακ. [[κέκομμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], κατατοτροπώνω, [[γκρεμίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κόψε μιν [[παρήιον]], τον χτύπησε στο [[πηγούνι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατακόπτω]], [[αποκόπτω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>κ. δένδρα</i>, [[κόβω]] δένδρα, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>κ. τὴν χώραν</i>, [[κόβω]] τα δένδρα σ' αυτήν, την [[ερημώνω]], σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, καταστρέφομαι ή τσακίζομαι από τον εχθρό, σε Θουκ.· μεταφ., <i>φρενῶν κεκομμένος</i>, χτυπημένος στο [[μυαλό]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σφυρηλατώ]], [[κατασκευάζω]] στο [[σιδηρουργείο]], σε Όμηρ.· [[κόβω]] [[νόμισμα]], [[κόβω]] [[μέταλλο]] στην [[πρέσα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., [[βάζω]] και μου κόβουν νομίσματα, [[διατάζω]] νομισματοκοπή, στον ίδ. — Παθ., λέγεται για τα χρήματα, κόβομαι σε νομίσματα ή εντυπώνομαι σε [[μέταλλο]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[χτυπώ]] την πόρτα, Λατ. pulsare, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κοπανίζω]], «[[λιανίζω]]» σε [[γουδί]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> λέγεται για [[άλογο]], [[τραντάζω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτω]] τον αναβάτη, σε Ξεν.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., καταπονούμαι, εξασθενούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>κόπτομαι</i>, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου ή το [[κεφάλι]] μου από [[λύπη]], Λατ. plangere, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κόπτεσθαί τινα</i>, [[θρηνώ]] για κάποιον, Λατ. plangere aliqum, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόπτω:''' (fut. [[κόψω]]; эп. part. pf. 2 [[κεκοπώς]]; pass.: aor. 2 [[ἐκόπην]], pf. [[κέκομμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[ударять]], [[бить]] (τινὰ ἀμφὶ [[κάρη]] [[χερσί]], τινὰ [[παρήϊον]] Hom.); med. бить себя (в отчаянии) (κ. κεφαλήν Her.; στένει, κέκοπται, sc. [[ἄστυ]] Σούσων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> med. (с биением себя в грудь) [[горько оплакивать]] (τινα Arph., NT; ἐπί τινα и ἐπί τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[толкать]], [[подгонять]], [[погонять]] (τόξῳ, sc. ἵππους, τινὰ [[μετάφρενον]] ἠδὲ καὶ ὤμους Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[чеканить]] ([[νόμισμα]] Xen., Arst., Plut.);<br /><b class="num">5)</b> [[ковать]] (δεσμούς Hom.);<br /><b class="num">6)</b> [[стучать]], [[стучаться]] (τὴν θύραν Arph.);<br /><b class="num">7)</b> [[толочь]], [[дробить]], [[разбивать]] (τὰς πέτρας λίθοις Arst.; [[κόνις]] κοπτομένη Hes.);<br /><b class="num">8)</b> [[расшибать]] (τινὰς [[ὥστε]] σκύλακας [[ποτὶ]] γαίῃ Hom.);<br /><b class="num">9)</b> (о лошади), [[трясти]], [[утомлять тряской]], (τὸν ἀναβάτην Xen.);<br /><b class="num">10)</b> [[ранить]], [[разить]], [[поражать]] (ῥήμασι καὶ κοπίσιν Anth.; med. τὰ μέτωπα μαχαίρῃσι Her.);<br /><b class="num">11)</b> (о змее), [[кусать]] (τινὰ κατὰ [[στῆθος]] Her.);<br /><b class="num">12)</b> [[бить клювом]], [[клевать]] (ὁ [[κίρκος]] ἕλκη ποιεῖ κόπτων Arst.; ἀετοὶ κόπτουσι τὰ ὁμόφυλα καὶ φονεύουσι Plut.);<br /><b class="num">13)</b> (о рыбах), [[ловить ртом]], [[клевать]], (κοπτόντων τῶν ἰχθυδίων Arst.);<br /><b class="num">14)</b> [[ловить добычу]], [[охотиться]] (ὁ [[ἁλιάετος]] καὶ τὰ λιμναῖα κόπτει Arst.);<br /><b class="num">15)</b> [[убивать]], [[умерщвлять]] (ἄνδρα Aesch.; ἱκτῆρας ξένους Eur.);<br /><b class="num">16)</b> [[убивать на мясо]], [[зарезывать]] (ὗν Hom.; [[βοῦς]] καὶ ὄνους Xen.);<br /><b class="num">17)</b> [[отсекать]], [[отрубать]], [[срезывать]] (χεῖρας καὶ πόδας, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κλάδους δένδρων NT; [[κύπερος]] κεκομμένος Her.);<br /><b class="num">18)</b> [[разорять]], [[опустошать]] (χώραν Xen., Plut.);<br /><b class="num">19)</b> [[наносить пробоины]], [[повреждать]] (τὰς [[ναῦς]] Plut.): φρενῶν κεκομμένος Aesch. безумный;<br /><b class="num">20)</b> [[мучить]], [[донимать]], [[утомлять]] (ἐρωτήμασιν ἀχαίροις Plut.);<br /><b class="num">21)</b> [[волновать]] ([[θάλασσα]] κοπτομένη πνοιαῖς, перен. τὸν [[ὕπνον]] ἁ φροντὶς κόπτοισα Theocr.).
|lstext='''κόπτω''': μέλλ. κόψω: ἀόρ. ἔκοψα: πρκμ. κέκοφα (ἐν τοῖς συνθέτοις ἐκ-, περι-, συγ-), Ἐπικ. μετοχ. κεκοπὼς Ἰλ. Ν. 60, Ὀδ. Σ. 334. ― Μέσ. μέλλ. κόψομαι Ἑβδ., (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. σημασίας Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 651, 731): ἀόρ. ἐκοψάμην Ἡρόδ.· ― Παθ. μέλλ. κεκόψομαι (ἐν συνθέτοις ἀπο-, ἐκ, κατα-), κοπήσομαι (συγ-): ἀόρ. ἐκόπην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Ἀριστοφ., Θουκ.: πρκμ. κέκομμαι Αἰσχύλ. (Ἐκ τῆς √ΚΟΠ, πρβλ. πρκμ. κεκοπώς: ἀόρ. κοπῆναι, κοπίς, κοπή, κόπανον, [[ἴσως]] [[ὡσαύτως]] κωφός· ἀλλὰ ἡ [[λέξις]] σκέπαρνον, παραβαλλομένη πρὸς τοὺς Σλαυικοὺς τύπους skop-iti (castrare), κτλ., φαίνεται δεικνύουσα ὅτι ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦν ΣΚΕΠ ἢ ΣΚΟΠ). Κόπτω, πλήττω, κτυπῶ, Λατ. caedo, ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ [[ἐφεξῆς]] κατὰ διαφόρους σχέσεις, 1) πλήττω, κτυπῶ, ἀμφὶ [[κάρα]] κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι Ὀδ. Σ. 334· μετὰ διπλῆς αἰτ., κόψε δὲ παπτήναντα παρήϊον, τὸν ἔπληξε κατὰ τὴν παρειάν, Ἰλ. Ψ. 690. 2) πλήττω ἢ κτυπῶ δι’ ὅπλων, Λατ. ferire, κόπτοντες δούρεσσι [[μετάφρενον]] Ὀδ. Θ. 528, πρβλ. Ἰλ. Μ. 204· τοῖσι Πέρσῃσι εἵποντο κόπτοντες Ἡρόδ. 6. 113· μεταφορ., ῥήμασι κ. Ἀνθ. Π. 11. 335. 3) κτυπῶ [[ζῷον]] διὰ πελέκεως ἢ σφύρας [[ὅπως]] τὸ φονεύσω, κόψας [[ἐξόπισθεν]] κεράων βοὸς Ἰλ. Ρ. 521, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 425, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 6· ἰδίως, [[ὁπόταν]] νοῆται ἡ ὑπὸ τοῦ κρεοπώλου [[σφαγή]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1278, Εὐμ. 635, Εὐρ. Ἠλ. 838. 4) [[ἀποκόπτω]], [[ἐκκόπτω]], [[κατακόπτω]], κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ἰλ. Ν. 203· χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κόπτον Ὀδ. Χ. 477· κ. τὰ γέρρα ταῖς μαχαίραις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 26· κ. δένδρα, [[κατακόπτω]], κόπτων [[κρημνίζω]], Θουκ. 2. 75, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 39, 43· κ. τὴν χώραν, ὡς τὰ κείρειν, τέμνειν, [[κατακόπτω]] τὰ δένδρα αὐτῆς, δενδροτομῶ, ἐρημώνω, [[αὐτόθι]] 3. 2, 26., 4. 6, 5· ― ἐπὶ πλοίων, ἐν τῷ παθ. τύπῳ, συντρίβομαι, καθίσταμαι ἄχρηστον ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 4. 14., 8. 13· ― μεταφ., φρενῶν κεκομμένος, ὡς τὸ νόου βεβλαμμένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 479· ἁ φροντὶς κόπτοισα τὸν [[ὕπνον]] ἐμποδίζουσα, Θεόκρ. 21. 28· [[πνεῦμα]] κοπτόμενον, [[αἴφνης]] διακοπτόμενον, κρατηθέν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 16. 5) κτυπῶ ἵππον, [[ὅπως]] ἀναγκάσω αὐτὸν νὰ τρέχῃ ταχύτερα, κόπτε δ’ Ὀδυσσεὺς τόξῳ Ἰλ. Κ. 513· [[οὕτως]] [[Ποσειδῶν]] παρορμᾷ τοὺς δύο Αἴαντας, σκηπανίῳ… ἀμφοτέρω κεκοπὼς πλῆσεν μένεος Ἰλ. Ν. 60. 6) κτυπῶ, σφυρηλατῶ, κόπτε δὲ δεσμοὺς Σ. 379, Ὀδ. Θ. 274 (ὡς τὸ [[ἐλαύνω]] ΙΙΙ. 1)· ― [[μετέπειτα]] [[ὡσαύτως]], ἐπὶ μετάλλου, [[κόπτω]] [[νόμισμα]], Λατ. percutere nummos, Ἡρόδ. 3. 56. ― Μέσ. βάλλω καὶ μοῦ κόπτουν νομίσματα, κ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου [[νόμισμα]] ὁ αὐτ. 1. 94, πρβλ. 4. 166· παθ., ἐπὶ τῶν νομισμάτων, κόπτομαι, χαράττομαι, νομίσμασιν μόνοις ὀρθῶς κοπεῖσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 723, πρβλ. 726· ― ([[ἐντεῦθεν]] [[κόμμα]]). 7) κτυπῶ, [[κρούω]], τὴν θύραν, Λατ. pulsare, Ἀριστοφ. Νεφ. 132, Πλ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 29, Λυσ. Ἀποσπ. 45, Ξεν., κτλ.· [[ἄνευ]] τοῦ θύραν, [[οὗτος]], τί κόπτεις; Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· πρβλ. [[ψοφέω]] ΙΙ, [[ἀράσσω]]. 8) [[κόπτω]] εἰς μικρὰ τεμάχια, [[κατακόπτω]], «λιανίζω», ἢ [[κοπανίζω]] ἐντὸς ἰγδίου, κυπέρου κεκομμένου Ἡρόδ. 4. 71· ἀσταφίδα κεκ. Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2. 4· πρβλ. [[κοπτός]]. 9) κτυπῶ ἐδῶ καὶ καὶ [[ἐκεῖ]], τὸ [[ὕδωρ]] [[ὅταν]] κοπῇ Πλάτ. Τίμ. 60Β· [[κόνις]]… κοπτομένη… ὑφ’ ἅρμασι Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· [[θάλασσα]] κοπτομέμη πνοιαῖς Θεόκρ. 22. 16. 10) ἐπὶ πτηνῶν, κτυπῶ διὰ τοῦ ῥάμφους, διατρυπῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 19· ὁ [[ἁλιάετος]]… τὰ λιμναῖα κ., εὑρίσκει λείαν ἐν ταῖς λιμνοθαλάσσαις, ὁ αὐτ. 8, 3· ἐπὶ ἰχθύος, «[[τρώγω]]», [[κόπτω]] διὰ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. 9. 37, 2· ― ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ σίτου, κατατρώγομαι ὑπὸ σκωλήκων, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 11, 2. 11) [[σείω]] μεθ’ ὁρμῆς, βιαίως, ὁ [[ἵππος]] κ. τὸν ἀναβάτην, διὰ τῶν βημάτων του διασείει τὸν ἀναβάτην, Ξεν. Ἱππ. 1, 4, πρβλ. 8, 7, Ἱππ. 292. 53. 12) μεταφ., καταπονῶ, κουράζω, Λατ. obtundo, μήθ’ ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ’ ἐμαυτὸν κ. Δημ. 1439. 17· λέγων φαίνου τι δὴ καινὸν…, ἢ μὴ κόπτε με Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδ.» 1. 3· πρβλ. Σώσιπ. ἐν «Καταψ.» 1. 20· κ. τὴν ἀκρόασιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 19· κ. ἐρωτήμασι, ὡς τὸ Λατ. obtundere, Πλουτ. Φωκ. 7, πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν σ. 74· ― Παθ., φθείρομαι, κατατρύχομαι, κοπτόμενοι ἀεὶ ταῖς στρατείαις Δημ. 22. 22· ― ([[ὅθεν]] ὁ [[κόπος]]). ΙΙ. Μέσ., κόπτομαι, κτυπῶ ἢ πλήττω ἐμαυτόν, [[τύπτω]] τὸ [[στῆθος]] ἢ τὴν κεφαλήν μου [[ἕνεκα]] θλίψεως, ὡς τὸ Λατ. plangere, κεφαλὴν δ’ ὅγε κόψατο χερσὶν Ἰλ. Χ. 33, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 121, 4· κόπτεσθαι μέτωπα ὁ αὐτ. 6. 58, πρβλ. 2. 61 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] προστίθεται μαχαίρῃσι), Πλάτ. Φαίδων 60Α, κτλ.· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόλις]] κέκοπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) κόπτεσθαί τινα, θρηνῶ διά τινα, Λατ. plangere aliquem, Εὐρ. Τρῳ. 623, Ἀριστοφ. Λυσ. 396, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 619C, κτλ.· ἴδε [[τύπτω]] ΙΙ· καὶ περὶ τοῦ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὅρα ἐν λέξ. [[κομμός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κόπτω ep. aor. κόψα; stamaor. pass. ἐκόπην; perf. κέκοφα, ptc. perf. ook κεκοπώς; med. κέκομμαι; fut. perf. pass. κεκόψομαι; fut. pass. κοπήσομαι act. slaan, stoten:; δύω μάρψας... ποτὶ γαίῃ κόπτ’ nadat hij er twee had gegrepen sloeg hij ze tegen de grond aan stukken Od. 9.290; κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον terwijl zij met hun lansen op haar rug slaan Od. 8.528; overdr.:; φρενῶν κεκομμένος buiten zinnen geslagen Aeschl. Ag. 479; met dubbele acc.:; κόψε δὲ παπτήναντα παρήιον hij sloeg hem op zijn kaak, toen hij boven zijn dekking uitkeek Il. 23.690; kloppen:; τὴν θύραν op de deur kloppen Aristoph. Nub. 132; rammen (van schepen); bijten, steken (van dieren); overdr. afmatten:; κ. τινὰ ἐρωτήμασιν ἀκαίροις iem. doorzagen met ongelegen vragen Plut. Phoc. 7.4; pass.:; κοπτόμενοι δ’ ἀεὶ ταῖς στρατείαις ταύταις terwijl ze voortdurend afgemat worden door die expedities Dem. 2.16; slaan als teken van rouwmisbaar, vgl. 2, met acc. v. h. inw. obj.: ἔκοψα κόμμον Ἄριον ik heb oosters rouwmisbaar aangeheven Aeschl. Ch. 423. slaan, hameren, smeden:; κόπτε δὲ δεσμούς hij smeedde boeien Il. 18.379; ἐπιχώριον νόμισμα κόπτειν inheems geld laten slaan Hdt. 3.56.2; ook med.: νόμισμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κοψάσθαι gouden en zilveren muntgeld slaan Hdt. 1.94.1. hakken, afhakken, omhakken:; χεῖράς τ’ ἠδὲ πόδας κ. handen en voeten afhakken Od. 22.477; δένδρεσιν ἃ ἔκοψαν met de bomen die zij hadden omgehakt Thuc. 2.75.1; πλέην κυπέρου κεκομμένου vol met fijngehakt cyperkruid Hdt. 4.71.1; slachten:; κόπτοντες τοὺς βοῦς καὶ ὄνους doordat zij de ossen en de ezels slachtten Xen. An. 2.1.6; uitbr. verwoesten:; κ. τὴν χώραν het land verwoesten (door het omhakken van bomen) Xen. Hell. 3.2.26; overdr.: τὸν ὕπνον... κόπτοισα de slaap verstorend Theocr. Id. 21.28. med. zich slaan (van verdriet):; κεφαλήν zich op het hoofd slaan Il. 22.33; met dubbele acc.:; τὴν κεφαλήν μιν κόπτεσθαι zich voor het hoofd slaan Hdt. 2.121.δ.2; uitbr. rouwen:. κόπτεσθ’ Ἄδωνιν rouwt om Adonis Aristoph. Lys. 396; κόψονται ἐπ’ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς alle volkeren op aarde zullen om hem weeklagen NT Apoc. 1.7.
}}
}}
{{etym
{{etym