πολυωφελής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />fort utile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄφελος]].
|btext=ής, ές :<br />fort utile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄφελος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυωφελής''': -ές, ([[ὄφελος]]) ὁ [[λίαν]] [[ὠφέλιμος]], ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους [[ὠφέλιμος]], Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.
|elnltext=πολυωφελής -ές [πολύς, ὀφείλω] heel nuttig.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυωφελής:''' [[весьма полезный]] Sext.: πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων [[εἰδέναι]] Arst. было бы весьма полезно знать об этом.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυωφελής:''' [[весьма полезный]] Sext.: πολυωφελὲς ἂν εἴη τὸ περὶ τούτων [[εἰδέναι]] Arst. было бы весьма полезно знать об этом.
|lstext='''πολυωφελής''': -ές, ([[ὄφελος]]) ὁ [[λίαν]] [[ὠφέλιμος]], ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους [[ὠφέλιμος]], Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυωφελής -ές [πολύς, ὀφείλω] heel nuttig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-ωφελής, ές [[ὄφελος]]<br />[[very]] [[useful]], [[useful]] in [[many]] ways, Arist. adv. -λῶς, Sup. -ωφελέστατα, Xen.
|mdlsjtxt=πολυ-ωφελής, ές [[ὄφελος]]<br />[[very]] [[useful]], [[useful]] in [[many]] ways, Arist. adv. -λῶς, Sup. -ωφελέστατα, Xen.
}}
}}