πομφόλυξ: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=υγος (ἡ) :<br /><b>I.</b> bulle :<br /><b>1</b> bulle d'eau;<br /><b>2</b> goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, <i>particul.</i> efflorescence métallique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> ornement pour la coiffure des femmes.<br />'''Étymologie:''' R. Φλυ, être gonflé ; cf. <i>lat.</i> follis.
|btext=υγος (ἡ) :<br /><b>I.</b> bulle :<br /><b>1</b> bulle d'eau;<br /><b>2</b> goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, <i>particul.</i> efflorescence métallique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> ornement pour la coiffure des femmes.<br />'''Étymologie:''' R. Φλυ, être gonflé ; cf. <i>lat.</i> follis.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πομφόλυξ''': -υγος, , μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· ([[πομφός]])· ― ὡς τὸ [[φυσαλλίς]], [[μάλιστα]] [[κυρίως]] [[πομφόλυξ]] ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες [[εἶναι]] αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες [[κόσμημα]] ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ [[ὀμφαλός]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ [[ὄγκος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: [[πομφόλυξ]]· ὕδατος [[κάχλασμα]], καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν [[διακενῆς]] φυσιωμένων λέγεται ἡ [[λέξις]]».
|elnltext=πομφόλυξ -υγος, ἡ [πομφός] waterbelletje.
}}
{{elru
|elrutext='''πομφόλυξ:''' ῠγος ἡ (водяной) пузырь Plat. etc.: αἱ πομφόλυγες (sc. τοῦ ἀφροῦ) Arst. пузырьки пены.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πομφόλυξ:''' -ῠγος, ἡ ([[πομφός]]), [[φυσαλίδα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πομφόλυξ:''' -ῠγος, ἡ ([[πομφός]]), [[φυσαλίδα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πομφόλυξ:''' ῠγος ἡ (водяной) пузырь Plat. etc.: αἱ πομφόλυγες (sc. τοῦ ἀφροῦ) Arst. пузырьки пены.
|lstext='''πομφόλυξ''': -υγος, , μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· ([[πομφός]])· ― ὡς τὸ [[φυσαλλίς]], [[μάλιστα]] [[κυρίως]] [[πομφόλυξ]] ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες [[εἶναι]] αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες [[κόσμημα]] ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ [[ὀμφαλός]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ [[ὄγκος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: [[πομφόλυξ]]· ὕδατος [[κάχλασμα]], καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν [[διακενῆς]] φυσιωμένων λέγεται ἡ [[λέξις]]».
}}
{{elnl
|elnltext=πομφόλυξ -υγος, ἡ [πομφός] waterbelletje.
}}
}}
{{etym
{{etym