Anonymous

πομφόλυξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0679.png Seite 679]] υγος, ἡ, später auch ὁ, Lob. zu Phryn. 760 (vgl. [[πομφός]]), <b class="b2">Blase, bes. Wasserblase</b>, wie sie beim Kochen aufsprudeln; κενεὸς πομφολύγων [[θόρυβος]], Antiphil. 44 (IX, 546); vgl. Plat. Tim. 66 b 83 d 85 a. – Auch der Schildbuckel, [[ὀμφαλός]], wegen seiner halbrunden, einer Wasserblase ähnlichen Gestalt, Hesych. – Bei Diosc. die weißen Zinkblumen, favilla aeris, welche sich beim Schmelzen der zinkhaltigen Erze an den Wänden des Ofens ansetzen. – Auch ein weiblicher Kopfschmuck, wie [[ὄγκος]], Ar. bei Poll. 7, 96, vgl. Moeris.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0679.png Seite 679]] υγος, ἡ, später auch ὁ, Lob. zu Phryn. 760 (vgl. [[πομφός]]), <b class="b2">Blase, bes. Wasserblase</b>, wie sie beim Kochen aufsprudeln; κενεὸς πομφολύγων [[θόρυβος]], Antiphil. 44 (IX, 546); vgl. Plat. Tim. 66 b 83 d 85 a. – Auch der Schildbuckel, [[ὀμφαλός]], wegen seiner halbrunden, einer Wasserblase ähnlichen Gestalt, Hesych. – Bei Diosc. die weißen Zinkblumen, favilla aeris, welche sich beim Schmelzen der zinkhaltigen Erze an den Wänden des Ofens ansetzen. – Auch ein weiblicher Kopfschmuck, wie [[ὄγκος]], Ar. bei Poll. 7, 96, vgl. Moeris.
}}
{{bailly
|btext=υγος (ἡ) :<br /><b>I.</b> bulle :<br /><b>1</b> bulle d'eau;<br /><b>2</b> goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, <i>particul.</i> efflorescence métallique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> ornement pour la coiffure des femmes.<br />'''Étymologie:''' R. Φλυ, être gonflé ; cf. <i>lat.</i> follis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πομφόλυξ''': -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· ([[πομφός]])· ― ὡς τὸ [[φυσαλλίς]], [[μάλιστα]] [[κυρίως]] [[πομφόλυξ]] ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες [[εἶναι]] αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες [[κόσμημα]] ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ [[ὀμφαλός]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ [[ὄγκος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: [[πομφόλυξ]]· ὕδατος [[κάχλασμα]], καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν [[διακενῆς]] φυσιωμένων λέγεται ἡ [[λέξις]]».
|lstext='''πομφόλυξ''': -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· ([[πομφός]])· ― ὡς τὸ [[φυσαλλίς]], [[μάλιστα]] [[κυρίως]] [[πομφόλυξ]] ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες [[εἶναι]] αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες [[κόσμημα]] ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ [[ὀμφαλός]], Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ [[ὄγκος]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: [[πομφόλυξ]]· ὕδατος [[κάχλασμα]], καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν [[διακενῆς]] φυσιωμένων λέγεται ἡ [[λέξις]]».
}}
{{bailly
|btext=υγος (ἡ) :<br /><b>I.</b> bulle :<br /><b>1</b> bulle d'eau;<br /><b>2</b> goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, <i>particul.</i> efflorescence métallique;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> ornement pour la coiffure des femmes.<br />'''Étymologie:''' R. Φλυ, être gonflé ; cf. <i>lat.</i> follis.
}}
}}
{{lsm
{{lsm