ποτνιάομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶμαι;<br /><i>propr.</i> appeler une déesse [[πότνια]] « sainte, auguste », <i>d'où</i> invoquer, implorer, appeler à son secours, acc. <i>en parl. de femmes, rar. d'hommes</i>.
|btext=-ῶμαι;<br /><i>propr.</i> appeler une déesse [[πότνια]] « sainte, auguste », <i>d'où</i> invoquer, implorer, appeler à son secours, acc. <i>en parl. de femmes, rar. d'hommes</i>.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποτνιάομαι''': ἀποθ., [[ὀδύρομαι]] θρηνῶ, μεγαλοφώνως, [[ἱκετεύω]] μετ’ οἰμωγῆς (ἴδε ἐν λ. Ποτνιαὶ ΙΙ), μνημονεύεται ὡς Ἀττ. ὑπὸ τοῦ Μοίρ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Καῖσ. 63, Ἀντ. 35., 2. 408Α, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρός, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκρ. 20· ἐπὶ ἐλεφάντων, Αἰλ. π. Ζ. 5. 49· ― [[ὅθεν]] ποτνίασις, εως, ἡ, [[θρῆνος]], [[οἰμωγή]], Πολυδ. Ϛ΄, 202· ποτνιασμός, ὁ, Στράβ. 297. 2) μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι, ἐπιβοῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, Πολυδ. Α΄, 391 (389), κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσύχ., ποτνιάζομαι, «ποτνιάζου· εὔχου, παρακάλει».
|elnltext=ποτνιάομαι [πότνια] ὦ πότνια roepen, d.w.z. een kreet slaken (van ontzetting of verontwaardiging).
}}
{{elru
|elrutext='''ποτνιάομαι:''' досл. восклицать «ὦ [[πότνια]](ι)», призывать богинь, перен. слезно молить, умолять Plut., Luc.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτνιάομαι:''' αποθ., [[κλαίω]] ή [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[ουρλιάζω]], [[σκούζω]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ποτνιάομαι:''' αποθ., [[κλαίω]] ή [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[ουρλιάζω]], [[σκούζω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποτνιάομαι:''' досл. восклицать «ὦ [[πότνια]](ι)», призывать богинь, перен. слезно молить, умолять Plut., Luc.
|lstext='''ποτνιάομαι''': ἀποθ., [[ὀδύρομαι]] θρηνῶ, μεγαλοφώνως, [[ἱκετεύω]] μετ’ οἰμωγῆς (ἴδε ἐν λ. Ποτνιαὶ ΙΙ), μνημονεύεται ὡς Ἀττ. ὑπὸ τοῦ Μοίρ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Καῖσ. 63, Ἀντ. 35., 2. 408Α, κτλ.· ἐπὶ ἀνδρός, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 17, Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκρ. 20· ἐπὶ ἐλεφάντων, Αἰλ. π. Ζ. 5. 49· ― [[ὅθεν]] ποτνίασις, εως, ἡ, [[θρῆνος]], [[οἰμωγή]], Πολυδ. Ϛ΄, 202· ποτνιασμός, ὁ, Στράβ. 297. 2) μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι, ἐπιβοῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, Πολυδ. Α΄, 391 (389), κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσύχ., ποτνιάζομαι, «ποτνιάζου· εὔχου, παρακάλει».
}}
{{elnl
|elnltext=ποτνιάομαι [πότνια] ὦ πότνια roepen, d.w.z. een kreet slaken (van ontzetting of verontwaardiging).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποτνιάομαι]], [from [[Ποτνιάς]]<br />Dep. to cry or [[lament]] [[aloud]], [[shriek]], [[howl]], Plut., Luc.
|mdlsjtxt=[[ποτνιάομαι]], [from [[Ποτνιάς]]<br />Dep. to cry or [[lament]] [[aloud]], [[shriek]], [[howl]], Plut., Luc.
}}
}}