πόνος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> peine, fatigue, travail fatigant : πόνον τιθέναι τινί <i>ou</i> πόνον τίθεσθαι IL occasionner du travail à qqn, lui donner de la peine ; <i>poét.</i> effort <i>ou</i> fatigue du combat, combat : πόνον ἔχειν IL <i>c.</i> μάχεσθαι, combattre ; <i>p. ext.</i> toute œuvre difficile;<br /><b>2</b> ce qui est produit par le travail ; [[οἱ]] πόνοι les fruits des travaux;<br /><b>II.</b> peine, souffrance :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale.<br />'''Étymologie:''' [[πένομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> peine, fatigue, travail fatigant : πόνον τιθέναι τινί <i>ou</i> πόνον τίθεσθαι IL occasionner du travail à qqn, lui donner de la peine ; <i>poét.</i> effort <i>ou</i> fatigue du combat, combat : πόνον ἔχειν IL <i>c.</i> μάχεσθαι, combattre ; <i>p. ext.</i> toute œuvre difficile;<br /><b>2</b> ce qui est produit par le travail ; [[οἱ]] πόνοι les fruits des travaux;<br /><b>II.</b> peine, souffrance :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale.<br />'''Étymologie:''' [[πένομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πόνος''': , (ἴδε [[πένομαι]])· ― [[ἐργασία]], [[μάλιστα]] βαρεῖα, [[κόπος]], Λατ. labor, παρ’ Ὁμ. τὰ πλεῖστα ἐπὶ τοῦ κόπου τῆς μάχης, μάχης π., ὁ [[ἀγών]], ὁ [[κόπος]] τῆς μάχης, Ἰλ. Π. 568· καὶ μόνον [[πόνος]] = [[μάχη]], Ἰλ. Ζ. 77, Ὀδ. Μ. 117, κτλ.· πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, Ἰλ. Ζ. 525, Ν. 2, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 305, κτλ.· οὕτω, π. ἀνδρῶν Θέογν. 987· π. Ἐνυαλίου Πινδ. 6. (5), 80· ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ [[πολέμαρχος]] διαφθείρεται, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ μάχῃ (τοῦ Μαραθῶνος), Ἡρόδ. 6. 114· ([[ἀλλά]], ἐν τούτῳ τῷ π., ἐπὶ τρικυμίας, ὁ αὐτ. 7. 190)· Μηδικὸς π., [[μάχη]] πρὸς τοὺς Μήδους, ὁ αὐτ. 4. 1· ἐν τοῖσι Τρωικοῖσι π. ὁ αὐτ. 9. 27. 2) [[καθόλου]], [[κόπος]], [[μόχθος]], [[ἐπεὶ]] παύσαντο πόνου Ἰλ. Α. 468, κ. ἀλλ.· πόνον τίθημί τινι, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ κοπιάσῃ, τὸν βάλλω εἰς κόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 468, πρβλ. Ἰλ. Φ. 525· π. θέσθαι τινὶ Ρ. 158· π. λαμβάνειν = πονέεσθαι Ἡρόδ. 7. 24 παρέχειν Πλάτ. Πολ. 526C· π. [[μάταιος]], [[κόπος]] [[μάτην]] γινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 40D· οἱ κατὰ τὰ σώματα π. αὐτ. ἐν Πολιτικ. 294Ε· πολλῷ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 509· μετὰ πολλοῦ π. Πλάτ. Σοφ. 230Α· σὺν π. Ξεν. Κυν. 9. 6· οὐ μακρῷ π. Αἰσχύλ. Πρ. 75· [[ἄνευ]] π. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· πόνον πολὺν ἔχει, ἀπαιτεῖ πολὺν κόπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. 3) ἐπὶ ἰδιαιτέρων εἰδῶν σωματικῶν μόχθων, στρατιωτικοὶ π. Ξέν. Κύρ. 3. 3, 9· [[ἐνάλιος]] π., δηλ. [[ἁλιεία]], Πινδ. Π. 2. 144· παρὰ Πινδ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι κόπων, Ν. 4. 1, Ι. 4. 79 (3. 65), κτλ.· γυμνάσια... νεανίαν πόνον, γυμνάσια... νεανικῶν κόπων, Εὐρ. Ἑλ. 209 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἀναγινώσκει νεανιᾶν). 4) [[ἔργον]], [[ἀσχολία]], [[ἐπεὶ]] [[πόνος]] [[ἄλλος]] ἔπειγε Ὀδ. Λ. 54, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 864, κτλ. 5) τὰ εἰς ἐργασίαν χρήσιμα κεφάλαια κτλ., [[οὗτος]] ὁ τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς [[πόνος]] Θεόκρ. 21. 14· καὶ [[πόνος]] ἐντὶ [[θάλασσα]], [[θάλασσα]] [[εἶναι]] τὸ [[ἐργαστήριον]] αὐτῶν, Μόσχ. 5. 10· πρβλ. [[ἄθλημα]]. ΙΙ. τὰ ἐπακόλουθα τοῦ κόπου, [[δυστυχία]], [[στενοχωρία]], [[πόνος]], [[ἄλγος]], Ἰλ. Τ. 227, Φ. 725· ἦ μὴν καὶ π. ἐστίν..., Β. 291· παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ Πινδ. Ν. 10. 147· ἀκολούθως [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., [[πόνος]] πόνῳ πόνον φέρει Σοφ. Αἴ. 866· πόνον ἔχειν Σοφ. Ο. Κ. 233, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., πόνοι, παθήματα, Αἰσχύλ. Πρ. 66, 326. κτλ.· πόνους πονεῖν (πρβλ. [[πονέω]] Β. Ι. 2)· πόνους ἔχειν διά τινα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σωματικοῦ πόνου προερχομένου ἐκ νόσου, κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Θουκ. 2. 49· ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Ἱππ. Ἀφ. 4. 44 καὶ 45· πλευρᾶς, θώρακος πονοι, κτλ., ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι δι’ ἐργασίας γίνεται, [[ἔργον]] τρητὸς μελισσᾶν π., ἡ κηρύθρα τοῦ μέλιτος, Πινδ. Π. 6, τέλ.· [[μέγας]] πλούτου π. (ἕτεροι: [[πόρος]]) Αἰσχύλ. Πέρσ. 751· ὑψηλὸς τεκτόνων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 372, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1570· ὁ ἐμὸς ὠδίνων π., ἐπὶ τέκνου, αὐτ. ἐν Φοιν. 30· οὕτω, πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες, δηλ. τοὺς νεοσσοὺς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· τοὺς ἡμετέρους π., τοὺς καρποὺς τῶν ἡμετέρων κόπων, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9. IV. Πόνος, μυθικὸν [[πρόσωπον]], υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Θεογ. 226.
|elnltext=πόνος -ου, ὁ [~ πένομαι] moeite, inspanning:. πόνον τιθέναι moeite bezorgen Hes. Op. 470; πολλῷ πόνῳ met veel inspanning Aeschl. Pers. 509; πόνος ἄλλος ἔπειγε een andere taak drong Od. 11.54; τὸ σφήκωμ’ ἔχει πόνον πολύν de bevestiging heeft veel werk moeite gekost Aristoph. Pax 1216; ἄνευ πόνου zonder moeite Xen. Mem. 2.6.22; περὶ πάτρης ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο voor hun vaderland gaan zij de inspannende strijd met vijanden aan Il. 17.158; στρατιωτικοὺς πόνους φέρειν krijgsinspanningen verdragen Xen. Cyr. 3.3.9; ἐπ’ εἰναλίοισι πόνοισιν na onze inspanningen op zee Theocr. Id. 21.39. werk (als product of vrucht van inspanning):. τεκτόνων πόνος werk van timmerlieden Eur. Or. 1570; τὸν ἐμὸν ὠδίνων πόνον de vrucht van mijn barenspijnen Eur. Phoen. 30; δὲ τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει hij plukt de vruchten van onze inspanningen Xen. An. 7.6.9. ellende:. Τρώεσσι πόνον καὶ κήδε’ ἔθηκεν hij bezorgde de Trojanen ellende en verdriet Il. 21.525; τίνα πόλις πονεῖ πόνον; welke ellende maakt de staat door? Aeschl. Pers. 682; διά τοι σὲ πόνους ἔχω om jou lijd ik smarten Aristoph. Eccl. 971. geneesk. fysieke pijn:. πόνοι ἐς ἀμφοτέρας κνήμας pijnen in beide onderbenen Hp. Epid. 1.26.3; κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη πόνος de pijn zakte af naar de borststreek Thuc. 2.49.3. personif. ὁ Πόνος, zoon van Eris. Hes. Th. 226.
}}
{{elru
|elrutext='''πόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[труд]], [[работа]], [[усилие]], [[напряжение]]: μετὰ [[πολλοῦ]] πόνου Plat. и μαχρῷ πόνῳ Aesch. с большим трудом; πόνον τίθεσθαι Hom. или παρέχειν τινί Plat. заставлять кого-л. трудиться, доставить кому-л. хлопоты; τετραπλάσιον πόνον ἀναλίσκειν ἐπί τινι Plat. затрачивать вчетверо больше труда на что-л.; μηδένα πόνον [[λαβών]] Her. не затрачивая никакого труда; οἱ κατὰ τὰ σώματα πόνοι Plat. телесные напряжения, физический труд;<br /><b class="num">2)</b> [[дело]], [[занятие]]: π. [[ἄλλος]] ἔπειγεν Hom. другое дело звало (меня); [[ἐνάλιος]] π. Pind. рыболовство; π. ὁ μὴ φοβῶν Soph. дело, не сопряженное с опасностями;<br /><b class="num">3)</b> [[тягота]], [[забота]] (στρατιωτικοὶ πόνοι Xen.): π. πόνῳ πόνον φέρει погов. Soph. одна забота порождает другую;<br /><b class="num">4)</b> [[страдание]], [[мучение]], [[мука]], [[боль]], [[скорбь]] . καὶ κήδεα Hom.): πόνους πονεῖν Soph. испытывать страдания;<br /><b class="num">5)</b> [[заболевание]], [[болезнь]]: ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Thuc. за короткое время болезнь спускалась в грудную полость;<br /><b class="num">6)</b> [[плод трудов]], [[произведение]]: μελισσᾶν π. Pind. = τὸ [[μέλι]]; τεκτόνων π. Soph. = ἡ [[οἰκία]]; τοὺς πόνους τινὸς ἔχειν Xen. пользоваться плодами чужих трудов;<br /><b class="num">7)</b> [[битва]], [[бой]] (π. καὶ [[νεῖκος]] Hom.): ἔχειν πολὺν πόνον Hom. вести большое сражение; ἐν [[τούτῳ]] τῷ πόνῳ ὁ [[πολέμαρχος]] διαφθείρεται Her. в этом-то сражении убит (был) полемарх.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πόνος:''' ὁ ([[πένομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εργασία]], [[ιδίως]], κοπιαστική [[εργασία]], Λατ. [[labor]], σε Όμηρ.· [[συνήθως]] λέγεται για πόλεμο, μάχης [[πόνος]], ο [[κόπος]] της μάχης, και [[πόνος]] ([[μόνος]] του), = [[μάχη]], <i>πόνον ἔχειν = μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ Μηδικὸς [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τους Μήδους, σε Ηρόδ.· <i>οἱ Τρωικοὶ πόνοι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κόπος]], [[μόχθος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για σωματικές ασκήσεις, [[εξάσκηση]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ἐνάλιος]] [[πόνος]], δηλ. [[αλιεία]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[έργο]], [[εργασία]], [[ασχολία]], [[ἐπεὶ]] [[πόνος]] [[ἄλλος]] ἔπειγεν, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[εργαλείο]] για χειρωνακτική [[εργασία]], [[απόθεμα]] για [[εμπόριο]], σε Θεόκρ.· [[πόνος]] ἐστὶ [[θάλασσα]], η [[θάλασσα]] είναι το εργαστήριό τους, σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> οι συνέπειες του κόπου, [[δυστυχία]], στενοχώρια, [[πόνος]], [[άλγος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> οτιδήποτε παράγεται με [[εργασία]], [[έργο]], τρητὸς μελισσᾶν [[πόνος]], λέγεται για [[μέλι]], σε Πίνδ.· <i>τοὺς ἡμετέρους πόνους</i>, καρποί των κόπων μας, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b><i>Πόνος</i>, μυθολογικό [[πρόσωπο]], [[γιος]] της Έριδας, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πόνος:''' ὁ ([[πένομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εργασία]], [[ιδίως]], κοπιαστική [[εργασία]], Λατ. [[labor]], σε Όμηρ.· [[συνήθως]] λέγεται για πόλεμο, μάχης [[πόνος]], ο [[κόπος]] της μάχης, και [[πόνος]] ([[μόνος]] του), = [[μάχη]], <i>πόνον ἔχειν = μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ Μηδικὸς [[πόλεμος]], ο [[πόλεμος]] με τους Μήδους, σε Ηρόδ.· <i>οἱ Τρωικοὶ πόνοι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κόπος]], [[μόχθος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για σωματικές ασκήσεις, [[εξάσκηση]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ἐνάλιος]] [[πόνος]], δηλ. [[αλιεία]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[έργο]], [[εργασία]], [[ασχολία]], [[ἐπεὶ]] [[πόνος]] [[ἄλλος]] ἔπειγεν, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[εργαλείο]] για χειρωνακτική [[εργασία]], [[απόθεμα]] για [[εμπόριο]], σε Θεόκρ.· [[πόνος]] ἐστὶ [[θάλασσα]], η [[θάλασσα]] είναι το εργαστήριό τους, σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> οι συνέπειες του κόπου, [[δυστυχία]], στενοχώρια, [[πόνος]], [[άλγος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> οτιδήποτε παράγεται με [[εργασία]], [[έργο]], τρητὸς μελισσᾶν [[πόνος]], λέγεται για [[μέλι]], σε Πίνδ.· <i>τοὺς ἡμετέρους πόνους</i>, καρποί των κόπων μας, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b><i>Πόνος</i>, μυθολογικό [[πρόσωπο]], [[γιος]] της Έριδας, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πόνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[труд]], [[работа]], [[усилие]], [[напряжение]]: μετὰ [[πολλοῦ]] πόνου Plat. и μαχρῷ πόνῳ Aesch. с большим трудом; πόνον τίθεσθαι Hom. или παρέχειν τινί Plat. заставлять кого-л. трудиться, доставить кому-л. хлопоты; τετραπλάσιον πόνον ἀναλίσκειν ἐπί τινι Plat. затрачивать вчетверо больше труда на что-л.; μηδένα πόνον [[λαβών]] Her. не затрачивая никакого труда; οἱ κατὰ τὰ σώματα πόνοι Plat. телесные напряжения, физический труд;<br /><b class="num">2)</b> [[дело]], [[занятие]]: π. [[ἄλλος]] ἔπειγεν Hom. другое дело звало (меня); [[ἐνάλιος]] π. Pind. рыболовство; π. ὁ μὴ φοβῶν Soph. дело, не сопряженное с опасностями;<br /><b class="num">3)</b> [[тягота]], [[забота]] (στρατιωτικοὶ πόνοι Xen.): π. πόνῳ πόνον φέρει погов. Soph. одна забота порождает другую;<br /><b class="num">4)</b> [[страдание]], [[мучение]], [[мука]], [[боль]], [[скорбь]] (π. καὶ κήδεα Hom.): πόνους πονεῖν Soph. испытывать страдания;<br /><b class="num">5)</b> [[заболевание]], [[болезнь]]: ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Thuc. за короткое время болезнь спускалась в грудную полость;<br /><b class="num">6)</b> [[плод трудов]], [[произведение]]: μελισσᾶν π. Pind. = τὸ [[μέλι]]; τεκτόνων π. Soph. = ἡ [[οἰκία]]; τοὺς πόνους τινὸς ἔχειν Xen. пользоваться плодами чужих трудов;<br /><b class="num">7)</b> [[битва]], [[бой]] (π. καὶ [[νεῖκος]] Hom.): ἔχειν πολὺν πόνον Hom. вести большое сражение; ἐν [[τούτῳ]] τῷ πόνῳ ὁ [[πολέμαρχος]] διαφθείρεται Her. в этом-то сражении убит (был) полемарх.
|lstext='''πόνος''': , (ἴδε [[πένομαι]])· ― [[ἐργασία]], [[μάλιστα]] βαρεῖα, [[κόπος]], Λατ. labor, παρ’ Ὁμ. τὰ πλεῖστα ἐπὶ τοῦ κόπου τῆς μάχης, μάχης π., ὁ [[ἀγών]], ὁ [[κόπος]] τῆς μάχης, Ἰλ. Π. 568· καὶ μόνον [[πόνος]] = [[μάχη]], Ἰλ. Ζ. 77, Ὀδ. Μ. 117, κτλ.· πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, Ἰλ. Ζ. 525, Ν. 2, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 305, κτλ.· οὕτω, π. ἀνδρῶν Θέογν. 987· π. Ἐνυαλίου Πινδ. 6. (5), 80· ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ [[πολέμαρχος]] διαφθείρεται, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ μάχῃ (τοῦ Μαραθῶνος), Ἡρόδ. 6. 114· ([[ἀλλά]], ἐν τούτῳ τῷ π., ἐπὶ τρικυμίας, ὁ αὐτ. 7. 190)· Μηδικὸς π., [[μάχη]] πρὸς τοὺς Μήδους, ὁ αὐτ. 4. 1· ἐν τοῖσι Τρωικοῖσι π. ὁ αὐτ. 9. 27. 2) [[καθόλου]], [[κόπος]], [[μόχθος]], [[ἐπεὶ]] παύσαντο πόνου Ἰλ. Α. 468, κ. ἀλλ.· πόνον τίθημί τινι, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ κοπιάσῃ, τὸν βάλλω εἰς κόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 468, πρβλ. Ἰλ. Φ. 525· π. θέσθαι τινὶ Ρ. 158· π. λαμβάνειν = πονέεσθαι Ἡρόδ. 7. 24 παρέχειν Πλάτ. Πολ. 526C· π. [[μάταιος]], [[κόπος]] [[μάτην]] γινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 40D· οἱ κατὰ τὰ σώματα π. αὐτ. ἐν Πολιτικ. 294Ε· πολλῷ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 509· μετὰ πολλοῦ π. Πλάτ. Σοφ. 230Α· σὺν π. Ξεν. Κυν. 9. 6· οὐ μακρῷ π. Αἰσχύλ. Πρ. 75· [[ἄνευ]] π. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· πόνον πολὺν ἔχει, ἀπαιτεῖ πολὺν κόπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. 3) ἐπὶ ἰδιαιτέρων εἰδῶν σωματικῶν μόχθων, στρατιωτικοὶ π. Ξέν. Κύρ. 3. 3, 9· [[ἐνάλιος]] π., δηλ. [[ἁλιεία]], Πινδ. Π. 2. 144· παρὰ Πινδ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι κόπων, Ν. 4. 1, Ι. 4. 79 (3. 65), κτλ.· γυμνάσια... νεανίαν πόνον, γυμνάσια... νεανικῶν κόπων, Εὐρ. Ἑλ. 209 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἀναγινώσκει νεανιᾶν). 4) [[ἔργον]], [[ἀσχολία]], [[ἐπεὶ]] [[πόνος]] [[ἄλλος]] ἔπειγε Ὀδ. Λ. 54, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 864, κτλ. 5) τὰ εἰς ἐργασίαν χρήσιμα κεφάλαια κτλ., [[οὗτος]] ὁ τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς [[πόνος]] Θεόκρ. 21. 14· καὶ [[πόνος]] ἐντὶ [[θάλασσα]], ἡ [[θάλασσα]] [[εἶναι]] τὸ [[ἐργαστήριον]] αὐτῶν, Μόσχ. 5. 10· πρβλ. [[ἄθλημα]]. ΙΙ. τὰ ἐπακόλουθα τοῦ κόπου, [[δυστυχία]], [[στενοχωρία]], [[πόνος]], [[ἄλγος]], Ἰλ. Τ. 227, Φ. 725· ἦ μὴν καὶ π. ἐστίν..., Β. 291· παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ Πινδ. Ν. 10. 147· ἀκολούθως [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., [[πόνος]] πόνῳ πόνον φέρει Σοφ. Αἴ. 866· πόνον ἔχειν Σοφ. Ο. Κ. 233, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., πόνοι, παθήματα, Αἰσχύλ. Πρ. 66, 326. κτλ.· πόνους πονεῖν (πρβλ. [[πονέω]] Β. Ι. 2)· πόνους ἔχειν διά τινα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σωματικοῦ πόνου προερχομένου ἐκ νόσου, κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη π. Θουκ. 2. 49· ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Ἱππ. Ἀφ. 4. 44 καὶ 45· πλευρᾶς, θώρακος πονοι, κτλ., ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι δι’ ἐργασίας γίνεται, [[ἔργον]] τρητὸς μελισσᾶν π., ἡ κηρύθρα τοῦ μέλιτος, Πινδ. Π. 6, τέλ.· [[μέγας]] πλούτου π. (ἕτεροι: [[πόρος]]) Αἰσχύλ. Πέρσ. 751· ὑψηλὸς τεκτόνων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 372, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1570· ὁ ἐμὸς ὠδίνων π., ἐπὶ τέκνου, αὐτ. ἐν Φοιν. 30· οὕτω, πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες, δηλ. τοὺς νεοσσοὺς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· τοὺς ἡμετέρους π., τοὺς καρποὺς τῶν ἡμετέρων κόπων, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9. IV. Πόνος, μυθικὸν [[πρόσωπον]], υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Θεογ. 226.
}}
{{elnl
|elnltext=πόνος -ου, [~ πένομαι] moeite, inspanning:. πόνον τιθέναι moeite bezorgen Hes. Op. 470; πολλῷ πόνῳ met veel inspanning Aeschl. Pers. 509; πόνος ἄλλος ἔπειγε een andere taak drong Od. 11.54; τὸ σφήκωμ’ ἔχει πόνον πολύν de bevestiging heeft veel werk moeite gekost Aristoph. Pax 1216; ἄνευ πόνου zonder moeite Xen. Mem. 2.6.22; περὶ πάτρης ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο voor hun vaderland gaan zij de inspannende strijd met vijanden aan Il. 17.158; στρατιωτικοὺς πόνους φέρειν krijgsinspanningen verdragen Xen. Cyr. 3.3.9; ἐπ’ εἰναλίοισι πόνοισιν na onze inspanningen op zee Theocr. Id. 21.39. werk (als product of vrucht van inspanning):. τεκτόνων πόνος werk van timmerlieden Eur. Or. 1570; τὸν ἐμὸν ὠδίνων πόνον de vrucht van mijn barenspijnen Eur. Phoen. 30; δὲ τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει hij plukt de vruchten van onze inspanningen Xen. An. 7.6.9. ellende:. Τρώεσσι πόνον καὶ κήδε’ ἔθηκεν hij bezorgde de Trojanen ellende en verdriet Il. 21.525; τίνα πόλις πονεῖ πόνον; welke ellende maakt de staat door? Aeschl. Pers. 682; διά τοι σὲ πόνους ἔχω om jou lijd ik smarten Aristoph. Eccl. 971. geneesk. fysieke pijn:. πόνοι ἐς ἀμφοτέρας κνήμας pijnen in beide onderbenen Hp. Epid. 1.26.3; κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη πόνος de pijn zakte af naar de borststreek Thuc. 2.49.3. personif. Πόνος, zoon van Eris. Hes. Th. 226.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj