Anonymous

πόνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5, $6 $7")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] ὁ, [[Arbeit]]; bes. mühsame, ermattende Anstrengung, auch Drangsal, Noth, bes. des Kampfes; Aristarch. erkl. überall bei Hom. [[ἔργον]], bes. [[ἔργον]] πολεμικόν, vgl. Schol. zu Il. 5, 667. 6, 72. 13, 2; μάχης, Il. 16, 568; auch allein [[πόνος]] = [[μάχη]], 6, 77. 12, 348. 356. 13, 344. 17, 158 Od. 12, 117 u. sonst; πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, Il. 6, 525; καὶ ὀϊζύν, 13, 2. 15, 416; Hes. Sc. 305. 310; u. so ist auch zu nehmen ὥς κε ἀναπνεύσωσι πόνοιο, Il. 15, 235, [[πότε]] κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο, 19, 227, u. πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον, 21, 525, obwohl es hier u. in andern Stellen mehr »Kummer und Noth« bedeutet; [[ἄνευθε]] πόνου καὶ ἀνίης, Od. 7, 192; πόνον τιθέναι τινί, Einem Noth, Drangsal bereiten, Hes. O. 472; Pind. παῦροι ἐν πόνῳ πιστοί, N. 10, 78, u. oft in der Bdtg Unglück, Mühsal; er nennt den Fischfang [[εἰνάλιος]] [[πόνος]], P. 2, 79; πέπρακται [[τοὔργον]] οὐ μακρῷ πόνῳ, Aesch. Prom. 75; πόνον παρέχειν τινί, Einem Noth machen, Pers. 319; u. oft für [[Noth]], [[Leiden]], σῶν [[ὑπερστένω]] πόνων Prom. 66, τῶνδέ σ' ἐκλῦσαι πόνων 326, u. oft in diesem Stücke; [[πόνος]] [[περισσός]] ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, Soph. Ant. 776; [[πόνος]] πόνῳ πόνον φέρει, Ai. 853; ὃς τόνδε κἄμ' ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων, aus vielem Mühsal, Leid, El. 1348; Herakles sagt ὅσους πονήσας καὶ διεξελθὼν πόνους, Phil. 1405; τὸ ζῆν μὴ [[καλῶς]], [[μέγας]] [[πόνος]], Eur. Hec. 378, u. oft; πόνον πολὺν ἔχει τοῦτο, Ar. Pax 1182; πόνους ἔχειν διά τινα, Eccl. 975. – Kampfmühe, Her. 6, 114. 8, 89; [[ἔνθα]] δὴ [[πόνος]] τε καὶ ἀγὼν [[ἔσχατος]] ψυχῇ πρόκειται, Plat. Phaedr. 247 b; καὶ κίνδυνοι, Alc. II, 142 b; πολὺν ἔχουσαι πόνον, viel Noth habend, Phaedr. 248 b; μετὰ πολλοῦ πόνου, Soph. 230 a; ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς, Rep. VIII, 561 a; πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων, körperliche Anstrengungen, Polit. 294 e; auch von gymnastischen Uebungen, Arist. Nic. eth. 1, 6, 4; vgl. τοὺς ἐπὶ τὰ γυμνάσια καὶ πόνους ἰόντας, Plat. Legg. I, 646 c. – Bei Thuc. 2, 49 Krankheit; – Xen. An. 7, 6, 9 τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει, er hat den Ertrag, Gewinn unserer Anstrengung; so nennt Pind. P. 6, 54 den Honig μελισσᾶν τρητὸς [[πόνος]]; u. Aesch. Ag. 54 die Jungen δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων, wie ὠδίνων π. Eur. Phoen. 30, τεκτόνων Or. 1570.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] ὁ, [[Arbeit]]; bes. mühsame, ermattende Anstrengung, auch Drangsal, Noth, bes. des Kampfes; Aristarch. erkl. überall bei Hom. [[ἔργον]], bes. [[ἔργον]] πολεμικόν, vgl. Schol. zu Il. 5, 667. 6, 72. 13, 2; μάχης, Il. 16, 568; auch allein [[πόνος]] = [[μάχη]], 6, 77. 12, 348. 356. 13, 344. 17, 158 Od. 12, 117 u. sonst; πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, Il. 6, 525; καὶ ὀϊζύν, 13, 2. 15, 416; Hes. Sc. 305. 310; u. so ist auch zu nehmen ὥς κε ἀναπνεύσωσι πόνοιο, Il. 15, 235, [[πότε]] κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο, 19, 227, u. πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον, 21, 525, obwohl es hier u. in andern Stellen mehr »Kummer und Noth« bedeutet; [[ἄνευθε]] πόνου καὶ ἀνίης, Od. 7, 192; πόνον τιθέναι τινί, Einem Noth, Drangsal bereiten, Hes. O. 472; Pind. παῦροι ἐν πόνῳ πιστοί, N. 10, 78, u. oft in der Bdtg Unglück, Mühsal; er nennt den Fischfang [[εἰνάλιος]] [[πόνος]], P. 2, 79; πέπρακται [[τοὔργον]] οὐ μακρῷ πόνῳ, Aesch. Prom. 75; πόνον παρέχειν τινί, Einem Noth machen, Pers. 319; u. oft für [[Noth]], [[Leiden]], σῶν [[ὑπερστένω]] πόνων Prom. 66, τῶνδέ σ' ἐκλῦσαι πόνων 326, u. oft in diesem Stücke; [[πόνος]] [[περισσός]] ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, Soph. Ant. 776; [[πόνος]] πόνῳ πόνον φέρει, Ai. 853; ὃς τόνδε κἄμ' ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων, aus vielem Mühsal, Leid, El. 1348; Herakles sagt ὅσους πονήσας καὶ διεξελθὼν πόνους, Phil. 1405; τὸ ζῆν μὴ [[καλῶς]], [[μέγας]] [[πόνος]], Eur. Hec. 378, u. oft; πόνον πολὺν ἔχει τοῦτο, Ar. Pax 1182; πόνους ἔχειν διά τινα, Eccl. 975. – Kampfmühe, Her. 6, 114. 8, 89; [[ἔνθα]] δὴ [[πόνος]] τε καὶ ἀγὼν [[ἔσχατος]] ψυχῇ πρόκειται, Plat. Phaedr. 247 b; καὶ κίνδυνοι, Alc. II, 142 b; πολὺν ἔχουσαι πόνον, viel Noth habend, Phaedr. 248 b; μετὰ πολλοῦ πόνου, Soph. 230 a; ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς, Rep. VIII, 561 a; πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων, körperliche Anstrengungen, Polit. 294 e; auch von gymnastischen Uebungen, Arist. Nic. eth. 1, 6, 4; vgl. τοὺς ἐπὶ τὰ γυμνάσια καὶ πόνους ἰόντας, Plat. Legg. I, 646 c. – Bei Thuc. 2, 49 Krankheit; – Xen. An. 7, 6, 9 τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει, er hat den Ertrag, Gewinn unserer Anstrengung; so nennt Pind. P. 6, 54 den Honig μελισσᾶν τρητὸς [[πόνος]]; u. Aesch. Ag. 54 die Jungen δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων, wie ὠδίνων π. Eur. Phoen. 30, τεκτόνων Or. 1570.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> peine, fatigue, travail fatigant : πόνον τιθέναι τινί <i>ou</i> πόνον τίθεσθαι IL occasionner du travail à qqn, lui donner de la peine ; <i>poét.</i> effort <i>ou</i> fatigue du combat, combat : πόνον ἔχειν IL <i>c.</i> μάχεσθαι, combattre ; <i>p. ext.</i> toute œuvre difficile;<br /><b>2</b> ce qui est produit par le travail ; [[οἱ]] πόνοι les fruits des travaux;<br /><b>II.</b> peine, souffrance :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale.<br />'''Étymologie:''' [[πένομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πόνος''': ὁ, (ἴδε [[πένομαι]])· ― [[ἐργασία]], [[μάλιστα]] βαρεῖα, [[κόπος]], Λατ. labor, παρ’ Ὁμ. τὰ πλεῖστα ἐπὶ τοῦ κόπου τῆς μάχης, μάχης π., ὁ [[ἀγών]], ὁ [[κόπος]] τῆς μάχης, Ἰλ. Π. 568· καὶ μόνον [[πόνος]] = [[μάχη]], Ἰλ. Ζ. 77, Ὀδ. Μ. 117, κτλ.· πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, Ἰλ. Ζ. 525, Ν. 2, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 305, κτλ.· οὕτω, π. ἀνδρῶν Θέογν. 987· π. Ἐνυαλίου Πινδ. 6. (5), 80· ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ [[πολέμαρχος]] διαφθείρεται, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ μάχῃ (τοῦ Μαραθῶνος), Ἡρόδ. 6. 114· ([[ἀλλά]], ἐν τούτῳ τῷ π., ἐπὶ τρικυμίας, ὁ αὐτ. 7. 190)· ὁ Μηδικὸς π., [[μάχη]] πρὸς τοὺς Μήδους, ὁ αὐτ. 4. 1· ἐν τοῖσι Τρωικοῖσι π. ὁ αὐτ. 9. 27. 2) [[καθόλου]], [[κόπος]], [[μόχθος]], [[ἐπεὶ]] παύσαντο πόνου Ἰλ. Α. 468, κ. ἀλλ.· πόνον τίθημί τινι, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ κοπιάσῃ, τὸν βάλλω εἰς κόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 468, πρβλ. Ἰλ. Φ. 525· π. θέσθαι τινὶ Ρ. 158· π. λαμβάνειν = πονέεσθαι Ἡρόδ. 7. 24 παρέχειν Πλάτ. Πολ. 526C· π. [[μάταιος]], [[κόπος]] [[μάτην]] γινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 40D· οἱ κατὰ τὰ σώματα π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 294Ε· πολλῷ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 509· μετὰ πολλοῦ π. Πλάτ. Σοφ. 230Α· σὺν π. Ξεν. Κυν. 9. 6· οὐ μακρῷ π. Αἰσχύλ. Πρ. 75· [[ἄνευ]] π. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· πόνον πολὺν ἔχει, ἀπαιτεῖ πολὺν κόπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. 3) ἐπὶ ἰδιαιτέρων εἰδῶν σωματικῶν μόχθων, στρατιωτικοὶ π. Ξέν. Κύρ. 3. 3, 9· [[ἐνάλιος]] π., δηλ. [[ἁλιεία]], Πινδ. Π. 2. 144· παρὰ Πινδ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι κόπων, Ν. 4. 1, Ι. 4. 79 (3. 65), κτλ.· γυμνάσια... νεανίαν πόνον, γυμνάσια... νεανικῶν κόπων, Εὐρ. Ἑλ. 209 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἀναγινώσκει νεανιᾶν). 4) [[ἔργον]], [[ἀσχολία]], [[ἐπεὶ]] [[πόνος]] [[ἄλλος]] ἔπειγε Ὀδ. Λ. 54, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 864, κτλ. 5) τὰ εἰς ἐργασίαν χρήσιμα κεφάλαια κτλ., [[οὗτος]] ὁ τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς [[πόνος]] Θεόκρ. 21. 14· καὶ [[πόνος]] ἐντὶ [[θάλασσα]], ἡ [[θάλασσα]] [[εἶναι]] τὸ [[ἐργαστήριον]] αὐτῶν, Μόσχ. 5. 10· πρβλ. [[ἄθλημα]]. ΙΙ. τὰ ἐπακόλουθα τοῦ κόπου, [[δυστυχία]], [[στενοχωρία]], [[πόνος]], [[ἄλγος]], Ἰλ. Τ. 227, Φ. 725· ἦ μὴν καὶ π. ἐστίν..., Β. 291· παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ Πινδ. Ν. 10. 147· ἀκολούθως [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., [[πόνος]] πόνῳ πόνον φέρει Σοφ. Αἴ. 866· πόνον ἔχειν Σοφ. Ο. Κ. 233, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., πόνοι, παθήματα, Αἰσχύλ. Πρ. 66, 326. κτλ.· πόνους πονεῖν (πρβλ. [[πονέω]] Β. Ι. 2)· πόνους ἔχειν διά τινα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σωματικοῦ πόνου προερχομένου ἐκ νόσου, κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Θουκ. 2. 49· ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Ἱππ. Ἀφ. 4. 44 καὶ 45· πλευρᾶς, θώρακος πονοι, κτλ., ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι δι’ ἐργασίας γίνεται, [[ἔργον]] τρητὸς μελισσᾶν π., ἡ κηρύθρα τοῦ μέλιτος, Πινδ. Π. 6, τέλ.· [[μέγας]] πλούτου π. (ἕτεροι: [[πόρος]]) Αἰσχύλ. Πέρσ. 751· ὑψηλὸς τεκτόνων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 372, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1570· ὁ ἐμὸς ὠδίνων π., ἐπὶ τέκνου, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 30· οὕτω, πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες, δηλ. τοὺς νεοσσοὺς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· τοὺς ἡμετέρους π., τοὺς καρποὺς τῶν ἡμετέρων κόπων, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9. IV. Πόνος, μυθικὸν [[πρόσωπον]], υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Θεογ. 226.
|lstext='''πόνος''': ὁ, (ἴδε [[πένομαι]])· ― [[ἐργασία]], [[μάλιστα]] βαρεῖα, [[κόπος]], Λατ. labor, παρ’ Ὁμ. τὰ πλεῖστα ἐπὶ τοῦ κόπου τῆς μάχης, μάχης π., ὁ [[ἀγών]], ὁ [[κόπος]] τῆς μάχης, Ἰλ. Π. 568· καὶ μόνον [[πόνος]] = [[μάχη]], Ἰλ. Ζ. 77, Ὀδ. Μ. 117, κτλ.· πόνον ἔχειν = μάχεσθαι, Ἰλ. Ζ. 525, Ν. 2, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 305, κτλ.· οὕτω, π. ἀνδρῶν Θέογν. 987· π. Ἐνυαλίου Πινδ. 6. (5), 80· ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ [[πολέμαρχος]] διαφθείρεται, ἐν [[ταύτῃ]] τῇ μάχῃ (τοῦ Μαραθῶνος), Ἡρόδ. 6. 114· ([[ἀλλά]], ἐν τούτῳ τῷ π., ἐπὶ τρικυμίας, ὁ αὐτ. 7. 190)· ὁ Μηδικὸς π., [[μάχη]] πρὸς τοὺς Μήδους, ὁ αὐτ. 4. 1· ἐν τοῖσι Τρωικοῖσι π. ὁ αὐτ. 9. 27. 2) [[καθόλου]], [[κόπος]], [[μόχθος]], [[ἐπεὶ]] παύσαντο πόνου Ἰλ. Α. 468, κ. ἀλλ.· πόνον τίθημί τινι, [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ κοπιάσῃ, τὸν βάλλω εἰς κόπον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 468, πρβλ. Ἰλ. Φ. 525· π. θέσθαι τινὶ Ρ. 158· π. λαμβάνειν = πονέεσθαι Ἡρόδ. 7. 24 παρέχειν Πλάτ. Πολ. 526C· π. [[μάταιος]], [[κόπος]] [[μάτην]] γινόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 40D· οἱ κατὰ τὰ σώματα π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 294Ε· πολλῷ π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 509· μετὰ πολλοῦ π. Πλάτ. Σοφ. 230Α· σὺν π. Ξεν. Κυν. 9. 6· οὐ μακρῷ π. Αἰσχύλ. Πρ. 75· [[ἄνευ]] π. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· πόνον πολὺν ἔχει, ἀπαιτεῖ πολὺν κόπον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1216. 3) ἐπὶ ἰδιαιτέρων εἰδῶν σωματικῶν μόχθων, στρατιωτικοὶ π. Ξέν. Κύρ. 3. 3, 9· [[ἐνάλιος]] π., δηλ. [[ἁλιεία]], Πινδ. Π. 2. 144· παρὰ Πινδ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι κόπων, Ν. 4. 1, Ι. 4. 79 (3. 65), κτλ.· γυμνάσια... νεανίαν πόνον, γυμνάσια... νεανικῶν κόπων, Εὐρ. Ἑλ. 209 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἀναγινώσκει νεανιᾶν). 4) [[ἔργον]], [[ἀσχολία]], [[ἐπεὶ]] [[πόνος]] [[ἄλλος]] ἔπειγε Ὀδ. Λ. 54, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 864, κτλ. 5) τὰ εἰς ἐργασίαν χρήσιμα κεφάλαια κτλ., [[οὗτος]] ὁ τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς [[πόνος]] Θεόκρ. 21. 14· καὶ [[πόνος]] ἐντὶ [[θάλασσα]], ἡ [[θάλασσα]] [[εἶναι]] τὸ [[ἐργαστήριον]] αὐτῶν, Μόσχ. 5. 10· πρβλ. [[ἄθλημα]]. ΙΙ. τὰ ἐπακόλουθα τοῦ κόπου, [[δυστυχία]], [[στενοχωρία]], [[πόνος]], [[ἄλγος]], Ἰλ. Τ. 227, Φ. 725· ἦ μὴν καὶ π. ἐστίν..., Β. 291· παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ Πινδ. Ν. 10. 147· ἀκολούθως [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ., [[πόνος]] πόνῳ πόνον φέρει Σοφ. Αἴ. 866· πόνον ἔχειν Σοφ. Ο. Κ. 233, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., πόνοι, παθήματα, Αἰσχύλ. Πρ. 66, 326. κτλ.· πόνους πονεῖν (πρβλ. [[πονέω]] Β. Ι. 2)· πόνους ἔχειν διά τινα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 976· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ σωματικοῦ πόνου προερχομένου ἐκ νόσου, κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Θουκ. 2. 49· ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Ἱππ. Ἀφ. 4. 44 καὶ 45· πλευρᾶς, θώρακος πονοι, κτλ., ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι δι’ ἐργασίας γίνεται, [[ἔργον]] τρητὸς μελισσᾶν π., ἡ κηρύθρα τοῦ μέλιτος, Πινδ. Π. 6, τέλ.· [[μέγας]] πλούτου π. (ἕτεροι: [[πόρος]]) Αἰσχύλ. Πέρσ. 751· ὑψηλὸς τεκτόνων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 372, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1570· ὁ ἐμὸς ὠδίνων π., ἐπὶ τέκνου, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 30· οὕτω, πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες, δηλ. τοὺς νεοσσοὺς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 54· τοὺς ἡμετέρους π., τοὺς καρποὺς τῶν ἡμετέρων κόπων, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9. IV. Πόνος, μυθικὸν [[πρόσωπον]], υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Θεογ. 226.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> peine, fatigue, travail fatigant : πόνον τιθέναι τινί <i>ou</i> πόνον τίθεσθαι IL occasionner du travail à qqn, lui donner de la peine ; <i>poét.</i> effort <i>ou</i> fatigue du combat, combat : πόνον ἔχειν IL <i>c.</i> μάχεσθαι, combattre ; <i>p. ext.</i> toute œuvre difficile;<br /><b>2</b> ce qui est produit par le travail ; [[οἱ]] πόνοι les fruits des travaux;<br /><b>II.</b> peine, souffrance :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale.<br />'''Étymologie:''' [[πένομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth