πῆχυς: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>I.</b> coude, <i>p. ext.</i> bras ; <i>fig.</i> coudée, aune, <i>mesure de longueur valant 2 σπιθαμαί ou 6 παλασταί ou 24 δάκτυλοι</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> courbure du milieu de l'arc;<br /><b>2</b> [[οἱ]] πήχεις les extrémités recourbées d'une lyre, rejointes par une barre transversale;<br /><b>3</b> [[οἱ]] πήχεις les figurines de petits hommes grands comme le coude, <i>càd</i> les Pygmées représentés sur les tableaux du dieu Nil comme folâtrant autour de lui.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> bahus, coude.
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>I.</b> coude, <i>p. ext.</i> bras ; <i>fig.</i> coudée, aune, <i>mesure de longueur valant 2 σπιθαμαί ou 6 παλασταί ou 24 δάκτυλοι</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> courbure du milieu de l'arc;<br /><b>2</b> [[οἱ]] πήχεις les extrémités recourbées d'une lyre, rejointes par une barre transversale;<br /><b>3</b> [[οἱ]] πήχεις les figurines de petits hommes grands comme le coude, <i>càd</i> les Pygmées représentés sur les tableaux du dieu Nil comme folâtrant autour de lui.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> bahus, coude.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πῆχυς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ [[βραχίων]], Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς [[καθόλου]], [[βραχίων]], ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., [[οἰνάς]]... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν [[μέρος]] [[ἤτοι]] ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου [[ἔνθα]] ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦσαν [[ταῦτα]] πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ [[πῆχυς]] φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸ [[ζυγόν]], [[ἤτοι]] τὸ ἐγκάρσιον [[τεμάχιον]] πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ [[αὐτόθι]] τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «[[φάλαγξ]]», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς [[μέτρον]] ἐκτάσεως ἡ [[ἀπόστασις]] ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, [[πῆχυς]] περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ [[περίπου]], 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. [[μέτριος]] παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ [[τρεῖς]] δακτύλους, [[ὥστε]] ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς [[πῆχυς]] περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ [[περίπου]] 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ [[Αἰγύπτιος]] ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― [[ὕστερον]] ὁ [[πῆχυς]] ἐμηκύνθη [[μέχρι]] [[περίπου]] 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν [[μέτρον]], [[ὥστε]]: ὁ [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ [[πῆχυς]] λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν [[πηχυαῖος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. [[γωνία]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ [[βραχίων]])· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)).
|elnltext=πῆχυς -εως, ὁ, Aeol. πᾶχυς, Ion. gen. πήχεος; gen. plur. πήχεων, later πηχῶν elleboog, onderarm:; πῆχυν... βάλε χειρὸς δεξιτέρης hij trof de elleboog van zijn rechter arm Il. 21.166; τά τε περὶ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων de botten van de boven- en onderarmen Plat. Tim. 75a; uitbr. arm:; ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε hij sloeg zijn armen om zijn dierbare zoon heen Od. 17.38; anal. het middelste stuk van een boog (waaromheen de boog buigt):; ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε hij spande de boog Il. 11.375; τὸν ῥ’ ἐπὶ πήχει ἑλών nadat hij die (de pijl) op de boog gelegd had Od. 21.419; plur. armen van een lier:. ὄρυες, τῶν τὰ κέρεα τοῖσι φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῦνται antilopen, waarvan de hoorns gemaakt worden tot de armen van de lieren Hdt. 4.192.1. el (lengtemaat van ca. 45 cm, de afstand tussen de elleboog en het uiteinde van de middelvinger):. τοῦ ὀστέου, ἀφ’ ὁτέου τὸν πῆχυν οἱ ἄνθρωποι μετρέουσιν het bot waarnaar de mensen de el afmeten Hp. Fract. 3; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίην αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; wie van jullie kan door zich zorgen te maken ook maar één el aan zijn levensduur toevoegen? NT Mt. 6.27. meetlat; AP 6.204.1; overdr..; ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν ze zullen ook ‘woordenmeters' tevoorschijn halen Aristoph. Ran. 799; plur. meetpunt (voor het stijgen van de Nijl). Luc. 41.6.
}}
{{elru
|elrutext='''πῆχυς:''' εως, ион. εος ὁ (gen. pl. πήχεων, πηχέων и πηχῶν)<br /><b class="num">1)</b> [[предплечье]] (τὰ τῶν βραχιόνων [[ὀστᾶ]] καὶ τὰ τῶν πήχεων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[рука]] Hom. etc.: ἀμφὶ δὲ παιδὶ [[βάλε]] πήχεε Hom. (Пенелопа) обвила сына обеими руками;<br /><b class="num">3)</b> [[изгиб в середине лука]] (служивший рукоятью при стрельбе) (τόξου π. Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[рог лиры]] Her., Luc.;<br /><b class="num">5)</b> [[пехий]], [[локоть]] (мера длины; π. [[μέτριος]] содержал 24 δάκτυλοι, т. е. ок. 46 см, π. [[βασιλήϊος]] - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.;<br /><b class="num">6)</b> [[складная измерительная линейка]] Arph.;<br /><b class="num">7)</b> [[угольник]] Anth.;<br /><b class="num">8)</b> pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πῆχυς:''' -εως, ὁ, γεν. πληθ. <i>πήχεων</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αντιβράχιο]], [[πήχυς]], [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό [[μέχρι]] τον ώμο, Λατ. [[ulna]], σε Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[χέρι]], ἀμφὶ υἱὸν [[ἐχεύατο]] πήχεε [[λευκώ]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το κεντρικό [[μέρος]] που ένωνε τα [[δύο]] κέρατα του τόξου, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ., κέρατα ή μέρη λύρας, αντίθ. προς [[ζυγόν]], εγκάρσιο [[ξύλο]], [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως [[μονάδα]] μήκους, [[απόσταση]] από το [[άκρο]] του αγκώνα έως το [[άκρο]] του μικρού δακτύλου, Λατ. [[cubitus]] ή [[ulna]], [[οργιά]] ή [[πήχυς]] που περιέχει εικοσιτέσσερις <i>δακτύλους</i>, στον Ηρόδ. ο [[πήχυς]] [[βασιλήϊος]] ήταν μεγαλύτερος έχοντας 3 <i>δακτύλους</i> = 27 <i>δακτύλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ο κανόνας του πήχυ, [[καθώς]] λέμε ο κανόνας των ποδιών, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πῆχυς:''' -εως, ὁ, γεν. πληθ. <i>πήχεων</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αντιβράχιο]], [[πήχυς]], [[μέρος]] του χεριού από τον καρπό [[μέχρι]] τον ώμο, Λατ. [[ulna]], σε Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[χέρι]], ἀμφὶ υἱὸν [[ἐχεύατο]] πήχεε [[λευκώ]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το κεντρικό [[μέρος]] που ένωνε τα [[δύο]] κέρατα του τόξου, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ., κέρατα ή μέρη λύρας, αντίθ. προς [[ζυγόν]], εγκάρσιο [[ξύλο]], [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως [[μονάδα]] μήκους, [[απόσταση]] από το [[άκρο]] του αγκώνα έως το [[άκρο]] του μικρού δακτύλου, Λατ. [[cubitus]] ή [[ulna]], [[οργιά]] ή [[πήχυς]] που περιέχει εικοσιτέσσερις <i>δακτύλους</i>, στον Ηρόδ. ο [[πήχυς]] [[βασιλήϊος]] ήταν μεγαλύτερος έχοντας 3 <i>δακτύλους</i> = 27 <i>δακτύλους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> ο κανόνας του πήχυ, [[καθώς]] λέμε ο κανόνας των ποδιών, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πῆχυς:''' εως, ион. εος (gen. pl. πήχεων, πηχέων и πηχῶν)<br /><b class="num">1)</b> [[предплечье]] (τὰ τῶν βραχιόνων [[ὀστᾶ]] καὶ τὰ τῶν πήχεων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[рука]] Hom. etc.: ἀμφὶ δὲ παιδὶ [[βάλε]] πήχεε Hom. (Пенелопа) обвила сына обеими руками;<br /><b class="num">3)</b> [[изгиб в середине лука]] (служивший рукоятью при стрельбе) (τόξου π. Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[рог лиры]] Her., Luc.;<br /><b class="num">5)</b> [[пехий]], [[локоть]] (мера длины; π. [[μέτριος]] содержал 24 δάκτυλοι, т. е. ок. 46 см, π. [[βασιλήϊος]] - 27 δάκτυλοι) Her., Xen., Plat.;<br /><b class="num">6)</b> [[складная измерительная линейка]] Arph.;<br /><b class="num">7)</b> [[угольник]] Anth.;<br /><b class="num">8)</b> pl. οἱ πήχεις карлики (человечки, которые изображалась резвящимися вокруг гигантской фигуры бога Нила) Luc.
|lstext='''πῆχυς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ [[βραχίων]], Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς [[καθόλου]], [[βραχίων]], ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., [[οἰνάς]]... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν [[μέρος]] [[ἤτοι]] ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου [[ἔνθα]] ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦσαν [[ταῦτα]] πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ [[πῆχυς]] φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸ [[ζυγόν]], [[ἤτοι]] τὸ ἐγκάρσιον [[τεμάχιον]] πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ [[αὐτόθι]] τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «[[φάλαγξ]]», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς [[μέτρον]] ἐκτάσεως ἡ [[ἀπόστασις]] ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, [[πῆχυς]] περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ [[περίπου]], 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. [[μέτριος]] παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ [[τρεῖς]] δακτύλους, [[ὥστε]] ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς [[πῆχυς]] περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ [[περίπου]] 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ [[Αἰγύπτιος]] ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― [[ὕστερον]] ὁ [[πῆχυς]] ἐμηκύνθη [[μέχρι]] [[περίπου]] 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν [[μέτρον]], [[ὥστε]]: ὁ [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ [[πῆχυς]] λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν [[πηχυαῖος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. [[γωνία]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ [[βραχίων]])· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)).
}}
{{elnl
|elnltext=πῆχυς -εως, , Aeol. πᾶχυς, Ion. gen. πήχεος; gen. plur. πήχεων, later πηχῶν elleboog, onderarm:; πῆχυν... βάλε χειρὸς δεξιτέρης hij trof de elleboog van zijn rechter arm Il. 21.166; τά τε περὶ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων de botten van de boven- en onderarmen Plat. Tim. 75a; uitbr. arm:; ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε hij sloeg zijn armen om zijn dierbare zoon heen Od. 17.38; anal. het middelste stuk van een boog (waaromheen de boog buigt):; ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε hij spande de boog Il. 11.375; τὸν ῥ’ ἐπὶ πήχει ἑλών nadat hij die (de pijl) op de boog gelegd had Od. 21.419; plur. armen van een lier:. ὄρυες, τῶν τὰ κέρεα τοῖσι φοίνιξι οἱ πήχεες ποιεῦνται antilopen, waarvan de hoorns gemaakt worden tot de armen van de lieren Hdt. 4.192.1. el (lengtemaat van ca. 45 cm, de afstand tussen de elleboog en het uiteinde van de middelvinger):. τοῦ ὀστέου, ἀφ’ ὁτέου τὸν πῆχυν οἱ ἄνθρωποι μετρέουσιν het bot waarnaar de mensen de el afmeten Hp. Fract. 3; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίην αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; wie van jullie kan door zich zorgen te maken ook maar één el aan zijn levensduur toevoegen? NT Mt. 6.27. meetlat; AP 6.204.1; overdr..; ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν ze zullen ook ‘woordenmeters' tevoorschijn halen Aristoph. Ran. 799; plur. meetpunt (voor het stijgen van de Nijl). Luc. 41.6.
}}
}}
{{etym
{{etym