3,274,919
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] ὁ, gen. πήχεως, u. plur. πήχεων, erst spät zusammengezogen πηχῶν, Lob. Phryn. 246, steht aber noch Xen. An. 4, 7, 16, – der [[Unterarm]] von der Handwurzel dis zum Armgelenk, der [[Ellenbogen]], poet. auch der ganze Arm; ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ, Il. 5, 314, vgl. Od. 17, 38. 23, 240; λευκὸν ἐμβαλοῦσα πῆχυν στέρνοις, Eur. Or. 1466; Heracl. 728; τά τε τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων, Plat. Tim. 75 a. – Am Bogen, der [[Bug]] in der Mitte zwischen den beiden Enden, der eine Art Griff bildete und beim Spannen zusammengezogen wurde, τόν ῥ' (ὀϊστόν) ἐπὶ πήχει ἑλών, ἕλκεν νευρήν, Od. 21, 419, ὁ δὲ τόξου πήχυν ἀνέλκεν, Il. 11, 375. 13, 583, wo man es auch = κέρατα erklärt. – Bei der Lyra sind πήχεις die beiden gebogenen Enden od. Griffe, zwischen denen der Steg angebracht ist, Her. 4, 192, Luc. D. D. 7, 4; der Steg selbst, Artemo bei Ath. XIV, 637 d; vgl. Hesych. u. Phot. – An der Wage, der Wagebalken, = [[ζυγός]]. – Auch das Richtscheit, [[ἀκαμπής]], Leon. Tar. 28 (VI, 204). – Als Längenmaaß ist es die Weite von der Spitze des Ellenbogens bis zu der des Mittelfingers, [[Elle]], ursprünglich 24 δακτύλους, 1½ Fuß enthaltend, Her. 2, 175, der 1, 178 unterscheidet [[πῆχυς]] βασιλήϊος u. [[μέτριος]], so daß der erstere um 3 δακτύλους größer ist als der letztere, welchem ὁ [[κοινός]] oder [[ἰδιωτικός]] entspricht, der auch der asiatische, samische, ägyptische heißt; vgl. Her. 2, 149. 168. Später = 2 Fuß entsprach er unserer Elle; aber bei Vermessung des Holzes und der Steine, [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου u. [[λιθικός]], ist er immer 1½ Fuß gerechnet. – Ar. sagt übertr. καὶ κανόνας ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν, Ran. 798. – Bei Sp. auch das gebogene Ende, der Winkel, Paul. Sil. ecphr. 1, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] ὁ, gen. πήχεως, u. plur. πήχεων, erst spät zusammengezogen πηχῶν, Lob. Phryn. 246, steht aber noch Xen. An. 4, 7, 16, – der [[Unterarm]] von der Handwurzel dis zum Armgelenk, der [[Ellenbogen]], poet. auch der ganze Arm; ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ, Il. 5, 314, vgl. Od. 17, 38. 23, 240; λευκὸν ἐμβαλοῦσα πῆχυν στέρνοις, Eur. Or. 1466; Heracl. 728; τά τε τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων, Plat. Tim. 75 a. – Am Bogen, der [[Bug]] in der Mitte zwischen den beiden Enden, der eine Art Griff bildete und beim Spannen zusammengezogen wurde, τόν ῥ' (ὀϊστόν) ἐπὶ πήχει ἑλών, ἕλκεν νευρήν, Od. 21, 419, ὁ δὲ τόξου πήχυν ἀνέλκεν, Il. 11, 375. 13, 583, wo man es auch = κέρατα erklärt. – Bei der Lyra sind πήχεις die beiden gebogenen Enden od. Griffe, zwischen denen der Steg angebracht ist, Her. 4, 192, Luc. D. D. 7, 4; der Steg selbst, Artemo bei Ath. XIV, 637 d; vgl. Hesych. u. Phot. – An der Wage, der Wagebalken, = [[ζυγός]]. – Auch das Richtscheit, [[ἀκαμπής]], Leon. Tar. 28 (VI, 204). – Als Längenmaaß ist es die Weite von der Spitze des Ellenbogens bis zu der des Mittelfingers, [[Elle]], ursprünglich 24 δακτύλους, 1½ Fuß enthaltend, Her. 2, 175, der 1, 178 unterscheidet [[πῆχυς]] βασιλήϊος u. [[μέτριος]], so daß der erstere um 3 δακτύλους größer ist als der letztere, welchem ὁ [[κοινός]] oder [[ἰδιωτικός]] entspricht, der auch der asiatische, samische, ägyptische heißt; vgl. Her. 2, 149. 168. Später = 2 Fuß entsprach er unserer Elle; aber bei Vermessung des Holzes und der Steine, [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου u. [[λιθικός]], ist er immer 1½ Fuß gerechnet. – Ar. sagt übertr. καὶ κανόνας ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν, Ran. 798. – Bei Sp. auch das gebogene Ende, der Winkel, Paul. Sil. ecphr. 1, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ) :<br /><b>I.</b> coude, <i>p. ext.</i> bras ; <i>fig.</i> coudée, aune, <i>mesure de longueur valant 2 σπιθαμαί ou 6 παλασταί ou 24 δάκτυλοι</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> courbure du milieu de l'arc;<br /><b>2</b> [[οἱ]] πήχεις les extrémités recourbées d'une lyre, rejointes par une barre transversale;<br /><b>3</b> [[οἱ]] πήχεις les figurines de petits hommes grands comme le coude, <i>càd</i> les Pygmées représentés sur les tableaux du dieu Nil comme folâtrant autour de lui.<br /><i><b>Étym.</b> skr.</i> bahus, coude. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῆχυς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ [[βραχίων]], Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς [[καθόλου]], [[βραχίων]], ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., [[οἰνάς]]... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν [[μέρος]] [[ἤτοι]] ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου [[ἔνθα]] ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦσαν [[ταῦτα]] πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ [[πῆχυς]] φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸ [[ζυγόν]], [[ἤτοι]] τὸ ἐγκάρσιον [[τεμάχιον]] πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ [[αὐτόθι]] τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «[[φάλαγξ]]», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς [[μέτρον]] ἐκτάσεως ἡ [[ἀπόστασις]] ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, [[πῆχυς]] περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ [[περίπου]], 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. [[μέτριος]] παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ [[τρεῖς]] δακτύλους, [[ὥστε]] ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς [[πῆχυς]] περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ [[περίπου]] 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ [[Αἰγύπτιος]] ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― [[ὕστερον]] ὁ [[πῆχυς]] ἐμηκύνθη [[μέχρι]] [[περίπου]] 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν [[μέτρον]], [[ὥστε]]: ὁ [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ [[πῆχυς]] λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν [[πηχυαῖος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. [[γωνία]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ [[βραχίων]])· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)). | |lstext='''πῆχυς''': -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον [[μέρος]] τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ [[βραχίων]], Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς [[καθόλου]], [[βραχίων]], ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., [[οἰνάς]]... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν [[μέρος]] [[ἤτοι]] ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου [[ἔνθα]] ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ [[ἑκατέρωθεν]] μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον [[ξύλον]] ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦσαν [[ταῦτα]] πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ [[πῆχυς]] φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὡσαύτως]] τὸ [[ζυγόν]], [[ἤτοι]] τὸ ἐγκάρσιον [[τεμάχιον]] πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ [[αὐτόθι]] τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «[[φάλαγξ]]», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς [[μέτρον]] ἐκτάσεως ἡ [[ἀπόστασις]] ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος [[μέχρι]] τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, [[πῆχυς]] περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ [[περίπου]], 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. [[μέτριος]] παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ [[τρεῖς]] δακτύλους, [[ὥστε]] ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς [[πῆχυς]] περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ [[περίπου]] 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ [[Αἰγύπτιος]] ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― [[ὕστερον]] ὁ [[πῆχυς]] ἐμηκύνθη [[μέχρι]] [[περίπου]] 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν [[μέτρον]], [[ὥστε]]: ὁ [[πῆχυς]] τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ [[πῆχυς]] λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν [[πηχυαῖος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. [[γωνία]], Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ [[βραχίων]])· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |