σπιθαμή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />empan, mesure d'une demi-coudée <i>ou</i> de trois quarts de pied.<br />'''Étymologie:''' R. Σπα, tirer ; cf. [[σπιδής]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />empan, mesure d'une demi-coudée <i>ou</i> de trois quarts de pied.<br />'''Étymologie:''' R. Σπα, tirer ; cf. [[σπιδής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σπῐθᾰμή''': , (ἴδε [[σπιδής]]), τὸ [[διάστημα]] ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. [[παλαιστή]]), ὡς ὡρισμένον [[μέτρον]] ἰσούμενον [[περίπου]] πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον [[τρισπίθαμος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.
|elnltext=σπιθαμή -ῆς, ἡ [~ σπιδής?] lengtemaat, de afstand tussen de duim en de pink van een uitgestrekte hand: span.
}}
{{elru
|elrutext='''σπῐθᾰμή:''' ἡ [[пядь]], [[пядень]] (мера длины = 231.2 мм) Her., Plat., Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σπῐθᾰμή:''' ἡ, [[άνοιγμα]] που μπορεί [[κάποιος]] να ορίσει με τη [[βοήθεια]] αντίχειρα και μικρού δακτύλου, [[σπιθαμή]], [[παλάμη]], Λατ. [[dodrans]], [[περίπου]] 7 ½ ίντσες, σε Ηρόδ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σπῐθᾰμή:''' ἡ, [[άνοιγμα]] που μπορεί [[κάποιος]] να ορίσει με τη [[βοήθεια]] αντίχειρα και μικρού δακτύλου, [[σπιθαμή]], [[παλάμη]], Λατ. [[dodrans]], [[περίπου]] 7 ½ ίντσες, σε Ηρόδ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σπῐθᾰμή:''' ἡ [[пядь]], [[пядень]] (мера длины = 231.2 мм) Her., Plat., Arst.
|lstext='''σπῐθᾰμή''': , (ἴδε [[σπιδής]]), τὸ [[διάστημα]] ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. [[παλαιστή]]), ὡς ὡρισμένον [[μέτρον]] ἰσούμενον [[περίπου]] πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον [[τρισπίθαμος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.
}}
{{elnl
|elnltext=σπιθαμή -ῆς, ἡ [~ σπιδής?] lengtemaat, de afstand tussen de duim en de pink van een uitgestrekte hand: span.
}}
}}
{{etym
{{etym