Anonymous

σπιθαμή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; Her. 2, 106; περὶ σπιθαμῆς καὶ πήχεως, Plat. Alc. I, 126 c; Sp.; Römisch dodrans.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0921.png Seite 921]] ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; Her. 2, 106; περὶ σπιθαμῆς καὶ πήχεως, Plat. Alc. I, 126 c; Sp.; Römisch dodrans.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />empan, mesure d'une demi-coudée <i>ou</i> de trois quarts de pied.<br />'''Étymologie:''' R. Σπα, tirer ; cf. [[σπιδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῐθᾰμή''': ἡ, (ἴδε [[σπιδής]]), τὸ [[διάστημα]] ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. [[παλαιστή]]), ὡς ὡρισμένον [[μέτρον]] ἰσούμενον [[περίπου]] πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον [[τρισπίθαμος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.
|lstext='''σπῐθᾰμή''': ἡ, (ἴδε [[σπιδής]]), τὸ [[διάστημα]] ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. [[παλαιστή]]), ὡς ὡρισμένον [[μέτρον]] ἰσούμενον [[περίπου]] πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον [[τρισπίθαμος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />empan, mesure d'une demi-coudée <i>ou</i> de trois quarts de pied.<br />'''Étymologie:''' R. Σπα, tirer ; cf. [[σπιδής]].
}}
}}
{{grml
{{grml