σηκός: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lieu clos, <i>d'où</i><br /><b>1</b> parc d'animaux (bergerie, étable, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> enceinte sacrée ; <i>particul.</i> lieu de sépulture consacré, <i>ou</i> palissade dont on entourait un olivier devenu stérile et, <i>p. suite</i>, consacré.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sepes, sepio.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />lieu clos, <i>d'où</i><br /><b>1</b> parc d'animaux (bergerie, étable, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> enceinte sacrée ; <i>particul.</i> lieu de sépulture consacré, <i>ou</i> palissade dont on entourait un olivier devenu stérile et, <i>p. suite</i>, consacré.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> sepes, sepio.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σηκός''': Δωρ. σᾱκός, ὁ, [[μάνδρα]], [[μέρος]] περίφρακτον [[ἰδίᾳ]] χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ [[τεῖχος]] Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ [[σπήλαιον]] τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς [[περίβολος]], [[ἱερόν]], [[ναΐσκος]], Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, [[ἡρῷον]], ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) [[τάφος]], [[κοιμητήριον]] περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ [[κοῖλος]] κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, [[σταθμίον]] τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).
|elnltext=σηκός -οῦ, ὁ [σάττω] omheining, stal, kooi:; Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ want er lag een grote knots van de Cycloop naast de schaapskooi Od. 9.319; σηκὸν ἀμφιβαλεῖν ποιμνήιον een omheining voor de schaapskudde bouwen Hes. Op. 787; uitbr.. σηκὸν ἐς... δράκοντος boven het hol van een slang Eur. Phoen. 1010. heiligdom:. σηκός... μαινάδων een heiligdom van maenaden Eur. Phoen. 1751. omheinde olijfboomstomp. Lys. 7.5.
}}
{{elru
|elrutext='''σηκός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[загон]], [[стойло]], [[хлев]] (σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐριφῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[логово]], [[пещера]] (δράκοντος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[жилье]] (ἐν [[ὄρει]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[гнездо]] (sc. τῶν περδίκων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[святилище]], [[храм]] . [[ἄβατος]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[гробница]], [[могила]] (sc. Θησέως Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[ограда вокруг]] (священной) маслины Lys.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''σηκός:''' Δωρ. σᾱκός, <i>ὁ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[στάβλος]], [[μάντρα]], [[μαντρί]], [[στάνη]], περιφραγμένος [[χώρος]], όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· <i>σηκὸς δράκοντος</i>, η [[σπηλιά]] του δράκοντα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιερός]] [[περίβολος]], ναΐσκος, [[άδυτο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάφος]], [[τόπος]] ταφής, [[νεκροταφείο]], σε Σιμων.<br /><b class="num">III.</b> [[κορμός]] (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, [[κουφάλα]] γέρικης [[ελιάς]], σε Λυσ.
|lsmtext='''σηκός:''' Δωρ. σᾱκός, <i>ὁ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[στάβλος]], [[μάντρα]], [[μαντρί]], [[στάνη]], περιφραγμένος [[χώρος]], όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· <i>σηκὸς δράκοντος</i>, η [[σπηλιά]] του δράκοντα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιερός]] [[περίβολος]], ναΐσκος, [[άδυτο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάφος]], [[τόπος]] ταφής, [[νεκροταφείο]], σε Σιμων.<br /><b class="num">III.</b> [[κορμός]] (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, [[κουφάλα]] γέρικης [[ελιάς]], σε Λυσ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σηκός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[загон]], [[стойло]], [[хлев]] (σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐριφῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[логово]], [[пещера]] (δράκοντος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[жилье]] (ἐν [[ὄρει]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[гнездо]] (sc. τῶν περδίκων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[святилище]], [[храм]] (σ. [[ἄβατος]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> [[гробница]], [[могила]] (sc. Θησέως Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[ограда вокруг]] (священной) маслины Lys.
|lstext='''σηκός''': Δωρ. σᾱκός, , [[μάνδρα]], [[μέρος]] περίφρακτον [[ἰδίᾳ]] χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ [[τεῖχος]] Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ [[σπήλαιον]] τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς [[περίβολος]], [[ἱερόν]], [[ναΐσκος]], Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, [[ἡρῷον]], ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) [[τάφος]], [[κοιμητήριον]] περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ [[κοῖλος]] κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, [[σταθμίον]] τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).
}}
{{elnl
|elnltext=σηκός -οῦ, ὁ [σάττω] omheining, stal, kooi:; Κύκλωπος γὰρ ἔκειτο μέγα ῥόπαλον παρὰ σηκῷ want er lag een grote knots van de Cycloop naast de schaapskooi Od. 9.319; σηκὸν ἀμφιβαλεῖν ποιμνήιον een omheining voor de schaapskudde bouwen Hes. Op. 787; uitbr.. σηκὸν ἐς... δράκοντος boven het hol van een slang Eur. Phoen. 1010. heiligdom:. σηκός... μαινάδων een heiligdom van maenaden Eur. Phoen. 1751. omheinde olijfboomstomp. Lys. 7.5.
}}
}}
{{etym
{{etym