συγκοινόομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br />faire part de, communiquer : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκοινος]].
|btext=-οῦμαι;<br />faire part de, communiquer : [[τί]] τινι qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκοινος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκοινόομαι''': Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
|elnltext=συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκοινόομαι:''' [[сообщать]] (τί τινι Thuc.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκοινόομαι:''' [[сообщать]] (τί τινι Thuc.).
|lstext='''συγκοινόομαι''': Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι<br />Mid. to [[communicate]], [[impart]], τί τινι Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ώσομαι<br />Mid. to [[communicate]], [[impart]], τί τινι Thuc.
}}
}}