συγκοινόομαι
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
Med.,
A communicate, impart, τινί τι Th.8.75 (v.l. -νωνήσαντο).
2 in Pass., to be fastened firmly to, c. dat., Hero Aut.13.9:—Pass. also, -ωμένα let in, sunk, Id.Bel.76.6.
German (Pape)
[Seite 968] dep. med., mitteilen, ξυνεκοινώσαντο τὰ ἀποβησόμενα τοῖς Σαμίοις, Thuc. 8, 75.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
faire part de, communiquer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύγκοινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.
Russian (Dvoretsky)
συγκοινόομαι: сообщать (τί τινι Thuc.).
Greek Monotonic
συγκοινόομαι: μέλ. -ώσομαι, Μέσ., κοινοποιώ, κοινολογώ, ανακοινώνω, τίτινι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοινόομαι: Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
Middle Liddell
fut. ώσομαι
Mid. to communicate, impart, τί τινι Thuc.
Lexicon Thucydideum
consociare, to unite, 8.75.3.