συμφύρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> brouiller, mêler au hasard, confondre : [[τι]] [[μετά]] τινος brouiller <i>ou</i> mêler une ch. avec une autre;<br /><b>2</b> mettre en désordre, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύρω]].
|btext=<b>1</b> brouiller, mêler au hasard, confondre : [[τι]] [[μετά]] τινος brouiller <i>ou</i> mêler une ch. avec une autre;<br /><b>2</b> mettre en désordre, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμφύρω''': [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. μετὰ τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.
|elnltext=συμ-φύρω door elkaar kneden, vermengen; m. n. ptc. perf. pass. συμπεφυρμένος door elkaar gekneed, vermengd, verbonden; met μετά + gen., met dat. met iets:; ἡδοναὶ συμπεφυρμέναι λύπαις genietingen vermengd met pijn Plat. Phlb. 51a; overdr. pass..; συμπεφυρμένην ταῖς οἰκήσεσιν ἀνήγαγον τὴν πόλιν zij trokken de stad op met een warboel aan huizen Plut. Cam. 32.5; uitbr. toetakelen, misvormen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφύρω:''' [[месить вместе]], [[смешивать]], [[перемешивать]] (τι εἰς ἕν Plat.): συμπεφυρμένος τινί и [[μετά]] τινος Plat. смешанный с чем-л.; ἡ συμπεφυρμένη ταῖς οἰκήσεσιν [[πόλις]] Plut. город с беспорядочно расположенными строениями; σ. πληγαῖς [[πρόσωπον]] Theocr. покрыть лицо синяками; αἵματι συνεπέφυρτο τὸ [[πρόσωπον]] (acc.) Plut. у него лицо было залито кровью.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμφύρω:''' [ῡ], Παθ. παρακ. <i>-πέφυρμαι</i>· [[ζυμώνω]] μαζί· [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να μελανιάσει, τον κάνω μαύρο στο [[ξύλο]], σε Θεόκρ. — Παθ., σε Ευρ.· ψυχὴ συμπέφυρται μετὰ τοῦ κακοῦ, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμφύρω:''' [ῡ], Παθ. παρακ. <i>-πέφυρμαι</i>· [[ζυμώνω]] μαζί· [[χτυπώ]] κάποιον ώσπου να μελανιάσει, τον κάνω μαύρο στο [[ξύλο]], σε Θεόκρ. — Παθ., σε Ευρ.· ψυχὴ συμπέφυρται μετὰ τοῦ κακοῦ, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφύρω:''' [[месить вместе]], [[смешивать]], [[перемешивать]] (τι εἰς ἕν Plat.): συμπεφυρμένος τινί и [[μετά]] τινος Plat. смешанный с чем-л.; ἡ συμπεφυρμένη ταῖς οἰκήσεσιν [[πόλις]] Plut. город с беспорядочно расположенными строениями; σ. πληγαῖς [[πρόσωπον]] Theocr. покрыть лицо синяками; αἵματι συνεπέφυρτο τὸ [[πρόσωπον]] (acc.) Plut. у него лицо было залито кровью.
|lstext='''συμφύρω''': [], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. μετὰ τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-φύρω door elkaar kneden, vermengen; m. n. ptc. perf. pass. συμπεφυρμένος door elkaar gekneed, vermengd, verbonden; met μετά + gen., met dat. met iets:; ἡδοναὶ συμπεφυρμέναι λύπαις genietingen vermengd met pijn Plat. Phlb. 51a; overdr. pass..; συμπεφυρμένην ταῖς οἰκήσεσιν ἀνήγαγον τὴν πόλιν zij trokken de stad op met een warboel aan huizen Plut. Cam. 32.5; uitbr. toetakelen, misvormen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. [[pass]]. -πέφυρμαι<br />to [[knead]] [[together]]: [[beat]] [[black]] and [[blue]], Theocr.:—Pass., Eur.; ψυχὴ συμπέφυρται μετὰ τοῦ κακοῦ Plat.
|mdlsjtxt=perf. [[pass]]. -πέφυρμαι<br />to [[knead]] [[together]]: [[beat]] [[black]] and [[blue]], Theocr.:—Pass., Eur.; ψυχὴ συμπέφυρται μετὰ τοῦ κακοῦ Plat.
}}
}}