3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] mit einander od. durch einander kneten, mischen; [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρί, Eur. Med. 1199; εἰς ἕν, Plat. Phil. 15 e; [[ἕως]] ἂν ξυμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχἡ μετὰ τοῦ τοιούτου κακοῦ, Phaed. 66 c; συμπεφυρμένος [[ὁμοῦ]] λύπαις, Phil. 51 a; Sp.; beflecken, πλαγαῖς [[πᾶν]] συνέφυρε [[πρόσωπον]], Theocr. 22, 110; ἀλλοφύλῳ συμφυρέντες, Ios. Uebh. gänzlich in Verwirrung bringen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0993.png Seite 993]] mit einander od. durch einander kneten, mischen; [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρί, Eur. Med. 1199; εἰς ἕν, Plat. Phil. 15 e; [[ἕως]] ἂν ξυμπεφυρμένη ᾖ ἡμῶν ἡ ψυχἡ μετὰ τοῦ τοιούτου κακοῦ, Phaed. 66 c; συμπεφυρμένος [[ὁμοῦ]] λύπαις, Phil. 51 a; Sp.; beflecken, πλαγαῖς [[πᾶν]] συνέφυρε [[πρόσωπον]], Theocr. 22, 110; ἀλλοφύλῳ συμφυρέντες, Ios. Uebh. gänzlich in Verwirrung bringen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> brouiller, mêler au hasard, confondre : [[τι]] [[μετά]] τινος brouiller <i>ou</i> mêler une ch. avec une autre;<br /><b>2</b> mettre en désordre, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφύρω''': [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. μετὰ τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16. | |lstext='''συμφύρω''': [ῡ], παθητ. ἀόρ. β΄ συνεφύρην [ῠ], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 10· μέλλ. παθ. συμφῠρήσομαι Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 1. 100· ἀλλὰ συνηθέστατον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. Φύρω, ζυμώνω [[ὁμοῦ]], σ. [[κόμμι]] αἵματι Διοσκ. 2. 26 πλαγαῖς συνέφυρε προσώπων Θεόκρ. 22. 111· σ. εἰς ἓν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε· ― ἀλλὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[σιτίον]] συμπεφυρμένον Πλούτ. 2. 94D· μεταφ., [[αἷμα]] συμπεφυρμένον πυρὶ Εὐρ. Μήδ. 1199· πλούτῳ δ’ ἐκεῖν’ ἦν πάντα συμπεφυρμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1· ἡδοναὶ συμπ. λύπαις Πλάτ. Φίληβ. 51Α· ψυχὴ συμπεφ. μετὰ τοῦ κακοῦ ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Β· ― [[ὡσαύτως]], τὴν πόλιν συμπεφ. ταῖς οἰκήσεσιν Πλουτ. Κάμιλλ. 32· αἵματι συνεπέφυρτο τὴν κεφαλὴν ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |