σφύζω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f.</i> σφύξω, <i>ao.</i> ἔσφυξα;<br />palpiter ; <i>en parl. du pouls</i> battre avec force, être agité.<br />'''Étymologie:''' R. Σφυγ, être agité.
|btext=<i>f.</i> σφύξω, <i>ao.</i> ἔσφυξα;<br />palpiter ; <i>en parl. du pouls</i> battre avec force, être agité.<br />'''Étymologie:''' R. Σφυγ, être agité.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφύζω''': Δωρικ. [[σφύσδω]], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. Τινάσσομαι, κτυπῶ ὁρμητικῶς, ἐπὶ τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος (πρβλ. [[σφυγμός]]), Ἱππ. 1946C, 1050F, Γαλην., κλπ. 2) κτυπῶ τακτικῶς, ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ σφυγμοῦ τῶν ἀρτηριῶν, σφ. τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῖς φλεψὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 7· πηδῶσα [[οἷον]] τὰ σφύζοντα, ὡς αἱ ἀρτηρίαι ἢ αἱ φλέβες, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D. 3) μεταφορ., ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς κινήσεως, Θεόκρ. 11. 71· σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 573· σφ. ἐπί τι, [[ἐπείγω]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σφύζει.
|elnltext=σφύζω Dor. inf. σφύσδειν hevig kloppen (van bloed in aderen); Hp.; ptc. subst.: πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα bonzend als kloppende aderen Plat. Phaedr. 251d.
}}
{{elru
|elrutext='''σφύζω:''' дор. [[σφύσδω]]<br /><b class="num">1)</b> [[биться]], [[пульсировать]] (σφύζει τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῖς φλεψίν Arst.): τὰ σφύζοντα Plat. пульсирующие жилы, артерии;<br /><b class="num">2)</b> [[терзаться]], [[сильно болеть]] ([[φασῶ]] τὰν κεφαλάν [[μευ]] σφύσδειν Theocr.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σφύζω:''' Δωρ. [[σφύσδω]] (√<i>ΣΦΥΓ</i>), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, [[χτυπώ]] [[δυνατά]], λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι [[πυρετωδώς]], με [[σφοδρότητα]] και [[ορμή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''σφύζω:''' Δωρ. [[σφύσδω]] (√<i>ΣΦΥΓ</i>), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, [[χτυπώ]] [[δυνατά]], λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι [[πυρετωδώς]], με [[σφοδρότητα]] και [[ορμή]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφύζω:''' дор. [[σφύσδω]]<br /><b class="num">1)</b> [[биться]], [[пульсировать]] (σφύζει τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῖς φλεψίν Arst.): τὰ σφύζοντα Plat. пульсирующие жилы, артерии;<br /><b class="num">2)</b> [[терзаться]], [[сильно болеть]] ([[φασῶ]] τὰν κεφαλάν [[μευ]] σφύσδειν Theocr.).
|lstext='''σφύζω''': Δωρικ. [[σφύσδω]], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. Τινάσσομαι, κτυπῶ ὁρμητικῶς, ἐπὶ τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος (πρβλ. [[σφυγμός]]), Ἱππ. 1946C, 1050F, Γαλην., κλπ. 2) κτυπῶ τακτικῶς, ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ σφυγμοῦ τῶν ἀρτηριῶν, σφ. τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῖς φλεψὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 7· πηδῶσα [[οἷον]] τὰ σφύζοντα, ὡς αἱ ἀρτηρίαι ἢ αἱ φλέβες, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D. 3) μεταφορ., ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς κινήσεως, Θεόκρ. 11. 71· σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 573· σφ. ἐπί τι, [[ἐπείγω]], [[σπεύδω]], ὁρμῶ, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σφύζει.
}}
{{elnl
|elnltext=σφύζω Dor. inf. σφύσδειν hevig kloppen (van bloed in aderen); Hp.; ptc. subst.: πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα bonzend als kloppende aderen Plat. Phaedr. 251d.
}}
}}
{{etym
{{etym