σφύζω
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Dor. σφύσδω, only pres. and impf.:—
A throb, beat violently (cf. σφυγμός), Hp.Epid.2.5.16, 2.6.5, Judic.33, Theoc.11.71.
2 beat, of the pulse, σ. τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψί Arist.HA521a6; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα like the veins or arteries, Pl.Phdr.251d; μέρος [ἐμβρύου] μήτε θερμὸν μήτε σφύζον Sor.2.63.
3 metaph. of any violent motion, σφύζοντος καὶ σφαδᾴζοντος καὶ πηδῶντος Longin.Rh. p.201 H., cf. Dam.Pr.221; σ. ἐπὶ ταῦτα to be very eager after... Anon. ap.Suid.
4 prob. f.l. in Thphr. Char.19.6.
French (Bailly abrégé)
f. σφύξω, ao. ἔσφυξα;
palpiter ; en parl. du pouls battre avec force, être agité.
Étymologie: R. Σφυγ, être agité.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφύζω Dor. inf. σφύσδειν hevig kloppen (van bloed in aderen); Hp.; ptc. subst.: πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα bonzend als kloppende aderen Plat. Phaedr. 251d.
German (Pape)
in heftiger Bewegung, in Wallung sein, vom Blute; heftig schlagen, sowohl vom gewaltsamern Pulsschlage bei Entzündungen, als auch von der regelmäßigen Bewegung des Blutes in den Adern; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, wie die Pulsadern, Plat. Phaedr. 251d. – Auch übertragen, in heftiger Gemütsbewegung sein, Suid.
Russian (Dvoretsky)
σφύζω: дор. σφύσδω
1 биться, пульсировать (σφύζει τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψίν Arst.): τὰ σφύζοντα Plat. пульсирующие жилы, артерии;
2 терзаться, сильно болеть (φασῶ τὰν κεφαλάν μευ σφύσδειν Theocr.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α
(για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ' η καρδιά του νέου στερρά», Βιζυην.
β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος, έχω καλή υγεία και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («σφύζω από ζωή»)
μσν.
μτφ. διακατέχομαι από οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)
αρχ.
1. τινάζομαι με ορμή, χτυπώ δυνατά («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως μεν σφύσδειν», (Θεόκρ.)
2. φρ. «σφύζειν ἐπὶ τι»
μτφ. το να έχει κανείς σφοδρή επιθυμία για κάτι» (Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός και τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. σφαδάζω και σπεύδω (πρβλ. σφυδῶ) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Greek Monotonic
σφύζω: Δωρ. σφύσδω (√ΣΦΥΓ), μόνο σε ενεστ. και παρατ., πάλλομαι, χτυπώ δυνατά, λέγεται για τον καρδιακό σφυγμό, σε Πλάτ.· κινούμαι πυρετωδώς, με σφοδρότητα και ορμή, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
σφύζω: Δωρικ. σφύσδω, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. Τινάσσομαι, κτυπῶ ὁρμητικῶς, ἐπὶ τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος (πρβλ. σφυγμός), Ἱππ. 1946C, 1050F, Γαλην., κλπ. 2) κτυπῶ τακτικῶς, ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ σφυγμοῦ τῶν ἀρτηριῶν, σφ. τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 7· πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, ὡς αἱ ἀρτηρίαι ἢ αἱ φλέβες, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D. 3) μεταφορ., ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς κινήσεως, Θεόκρ. 11. 71· σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 573· σφ. ἐπί τι, ἐπείγω, σπεύδω, ὁρμῶ, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σφύζει.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to beat violently, of the pulse, to twitch, to rush to something (Hp., Pl., Arist., Thphr. a.o.).
Other forms: Dor. (Theoc.) σφύσδω, only pres. a. ipf.
Derivatives: σφυγ-μός m. pulse-beat, heartbeat, twitch (Hp., Arist., Plu. a.o.) with -μώδης and -ματώδης (as if from *σφύγμα) twitching like a pulse (Arist., medic. a.o.). -μικός of the pulse (medic.); σφύξις f. id. (Arist., Gal.). Privative formation ἄ-σφυκ-τος without pulse-beat, easy with -τέω, ἀσφυξ-ία; also ἀ-σφυγμ-ία f. (medic.). Newly formed present σφύττω to strive eagerly (D. Chr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive present, in form and meaning resembling σφαδάζω, σπεύδω a.o.; s. the rather fruitless considerations by Persson Beitr. 1, 415 f. (after him Bq. WP. 2, 659, Pok. 998f.).
Middle Liddell
σφύζω, [Root !σφυγ] only in pres. and imperf.]
to throb, beat, of the pulse, Plat.: to be feverish, Theocr.
Frisk Etymology German
σφύζω: {sphúzō}
Forms: dor. (Theok.) σφύσδω, nur Präs. u. Ipf.
Grammar: v.
Meaning: heftig schlagen. vom Puls, ‘zucken, auf etwas losfahren’ (Hp., Pl., Arist., Thphr. u.a.).
Derivative: Davon σφυγμός m. ‘Pulsschlag, Herzklopfen. Zuckung’ (Hp., Arist., Plu. u.a.) mit -μώδης und -ματώδης (wie von *σφύγμα) wie ein Puls zuckend (Arist., Mediz. u.a.). -μικός vom Pulse (Mediz.); σφύξις f. ib. (Arist., Gal.). Privativbildung ἄσφυκτος ohne Pulsschlag, ruhig mit -τέω, ἀσφυξία; auch ἀσφυγμία f. (Mediz.). Neugebildetes Präsens σφύττω eifrig streben (D. Chr.).
Etymology: Expressives Präsens, in Form und Bed. einigermaßen an σφαδάζω, σπεύδω u.a. erinnernd; s. die ziemlich ergebnislosen Ausführungen bei Persson Beitr. 1, 415 f. (danach Bq. WP. 2, 659, Pok. 998f.).
Page 2,834
Mantoulidis Etymological
(=τινάζομαι, χτυπῶ ὁρμητικά). Θέμα σφύγ+j+ω → σφύζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σφυγμός, σφυγματώδης, σφύξις, ἄσφυκτος.