συστολή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> resserrement, contraction, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> systole, mouvement de contraction du cœur;<br /><b>2</b> resserrement sur soi-même;<br /><b>3</b> resserrement, restriction <i>en gén.</i><br /><b>4</b> répression;<br /><b>II.</b> abrégement, prononciation brève d'une syllabe longue.<br />'''Étymologie:''' [[συστέλλω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> resserrement, contraction, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> systole, mouvement de contraction du cœur;<br /><b>2</b> resserrement sur soi-même;<br /><b>3</b> resserrement, restriction <i>en gén.</i><br /><b>4</b> répression;<br /><b>II.</b> abrégement, prononciation brève d'une syllabe longue.<br />'''Étymologie:''' [[συστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συστολή''': , ([[συστέλλω]]) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ [[σύσπασις]] ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) [[περιορισμός]], συστολῆς [[μᾶλλον]] ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., [[καταστολή]], καταπλήξεως καὶ συστολῆς [[ἕνεκα]] καὶ τοῦ ταπεινῶσαι [[αὐτόθι]] 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. [[ἔσαν]] ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ [[κυρίως]] [[εἶναι]] μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, [[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ [[ἰσχνότης]] Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) [[μικροψυχία]], Πολυδ. Ε΄, 122, [[αὐτόθι]] Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαστολή]].<br />ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ [[λέξις]] αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.
|elnltext=συστολή -ῆς, ἡ [συστέλλω] samentrekking. overdr. beperking, inperking.
}}
{{elru
|elrutext='''συστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сокращение]], [[сжатие]] Plut., Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> [[ограничение]], [[уменьшение]] Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[сокращение расходов]], [[бережливость]] Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> [[подавление]], [[усмирение]] ([[κατάπληξις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">5)</b> грам. [[сокращение долгого слога]] (напр. в [[ἔσαν]] вм. [[ἦσαν]] Sext.) или краткое произнесение долгого слога Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συστολή:''' ἡ ([[συστέλλω]]), [[συμμάζεμα]], [[ζάρωμα]], [[συρρίκνωση]], [[ελάττωση]], [[περιορισμός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συστολή:''' ἡ ([[συστέλλω]]), [[συμμάζεμα]], [[ζάρωμα]], [[συρρίκνωση]], [[ελάττωση]], [[περιορισμός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[сокращение]], [[сжатие]] Plut., Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> [[ограничение]], [[уменьшение]] Plut.;<br /><b class="num">3)</b> [[сокращение расходов]], [[бережливость]] Polyb.;<br /><b class="num">4)</b> [[подавление]], [[усмирение]] ([[κατάπληξις]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">5)</b> грам. [[сокращение долгого слога]] (напр. в [[ἔσαν]] вм. [[ἦσαν]] Sext.) или краткое произнесение долгого слога Plut.
|lstext='''συστολή''': , ([[συστέλλω]]) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ [[σύσπασις]] ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) [[περιορισμός]], συστολῆς [[μᾶλλον]] ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., [[καταστολή]], καταπλήξεως καὶ συστολῆς [[ἕνεκα]] καὶ τοῦ ταπεινῶσαι [[αὐτόθι]] 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. [[ἔσαν]] ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ [[κυρίως]] [[εἶναι]] μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, [[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ [[ἰσχνότης]] Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) [[μικροψυχία]], Πολυδ. Ε΄, 122, [[αὐτόθι]] Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαστολή]].<br />ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ [[λέξις]] αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.
}}
{{elnl
|elnltext=συστολή -ῆς, ἡ [συστέλλω] samentrekking. overdr. beperking, inperking.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συστολή]], ἡ, [[συστέλλω]]<br />a [[drawing]] [[together]], [[contraction]], [[limitation]], Plut.
|mdlsjtxt=[[συστολή]], ἡ, [[συστέλλω]]<br />a [[drawing]] [[together]], [[contraction]], [[limitation]], Plut.
}}
}}