3,273,773
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, das Zusammenziehen, Abkürzen, Vermindern; bes. Einschränkung der Ausgaben, Sparsamkeit, Pol. 27, 12, 4; Ggstz [[πρόσθεσις]], Plut. Caes. 60. Bei den Gramm. die Veränderung eines langen Vocals in einen kurzen, z. B. ἔσαν statt [[ἦσαν]]; auch die kurze Aussprache einer eigentlich langen Sylbe. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, das Zusammenziehen, Abkürzen, Vermindern; bes. Einschränkung der Ausgaben, Sparsamkeit, Pol. 27, 12, 4; Ggstz [[πρόσθεσις]], Plut. Caes. 60. Bei den Gramm. die Veränderung eines langen Vocals in einen kurzen, z. B. ἔσαν statt [[ἦσαν]]; auch die kurze Aussprache einer eigentlich langen Sylbe. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.</b> resserrement, contraction, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> systole, mouvement de contraction du cœur;<br /><b>2</b> resserrement sur soi-même;<br /><b>3</b> resserrement, restriction <i>en gén.</i><br /><b>4</b> répression;<br /><b>II.</b> abrégement, prononciation brève d'une syllabe longue.<br />'''Étymologie:''' [[συστέλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συστολή''': ἡ, ([[συστέλλω]]) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ [[σύσπασις]] ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) [[περιορισμός]], συστολῆς [[μᾶλλον]] ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., [[καταστολή]], καταπλήξεως καὶ συστολῆς [[ἕνεκα]] καὶ τοῦ ταπεινῶσαι [[αὐτόθι]] 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. [[ἔσαν]] ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ [[κυρίως]] [[εἶναι]] μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, [[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ [[ἰσχνότης]] Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) [[μικροψυχία]], Πολυδ. Ε΄, 122, [[αὐτόθι]] Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαστολή]].<br />ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ [[λέξις]] αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν. | |lstext='''συστολή''': ἡ, ([[συστέλλω]]) τὸ συστέλλεσθαι, συμμάζωμα, ἡ εἰς ἑαυτὸν σ. Πλούτ. 2. 564Β· παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς, νοσηρὰ [[σύσπασις]] ἢ σπασμὸς τῆς καρδίας, Ἡρόφιλ. παρὰ Πλουτ. 2. 903F, Διογ. Λ. 111, Γαλην. 2, 256. 2) [[περιορισμός]], συστολῆς [[μᾶλλον]] ἢ προσθέσεως δεῖσθαι τὰς τιμὰς Πλουτ. Καῖσ. 60, πρβλ. 2. 135C. 3) μεταφορ., [[καταστολή]], καταπλήξεως καὶ συστολῆς [[ἕνεκα]] καὶ τοῦ ταπεινῶσαι [[αὐτόθι]] 2. 544Ε, κτλ.· παρὰ τοῖς γραμματ. ἡ μεταβολὴ μακροῦ φωνήεντος εἰς βραχύ, π.χ. [[ἔσαν]] ἀντὶ ἦσαν· καὶ τὸ προφέρειν συλλαβὴν ὡς βραχεῖαν ἐν ᾧ [[κυρίως]] [[εἶναι]] μακρά ― οὕτω καὶ ἐν τῇ μουσικῇ. 4) περιορισμὸς ἢ ἐλλάτωσις τῶν δαπανῶν, Πολύβ. 27. 12, 4. 5) τὸ συνεσταλμένον, [[ὥσπερ]] τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα, ὧν [[τέχνη]] ἐδόκει ἡ συστολὴ καὶ [[ἰσχνότης]] Δημήτρ. Φαληρ. § 14. 6) [[μικροψυχία]], Πολυδ. Ε΄, 122, [[αὐτόθι]] Δαμάσκ. ― Λέξις τῶν μεταγενεστέρων, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[διαστολή]].<br />ἡ, παρὰ Σωρ. Ἐφ. σ. 70, 79, 210, 211, ἔκδ. Erm. ἔχει ἡ [[λέξις]] αὕτη πλὴν τῶν ἄλλων σημασιῶν της καὶ τὴν τῆς ἀσιτίας ἢ νηστείας, ὡς ἔχει καὶ τὸ συστέλλειν τὴν τοῦ νηστεύειν ἐν σ. 209, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |