ψίαθος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ἡ) :<br />natte de jonc <i>ou</i> de roseau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. emprunté.
|btext=ου (ἡ) :<br />natte de jonc <i>ou</i> de roseau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. emprunté.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψίᾰθος''': (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ).
|elnltext=ψίαθος -ου, ἡ, Dor. acc. plur. ψιάθως biezen mat, slaapmat.
}}
{{elru
|elrutext='''ψίᾰθος:''' ἡ [[тростниковая циновка]], [[плетенка]] Arph., Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ψίᾰθος:''' ή [[ψίεθος]], ἡ, [[σωρός]] από [[βούρλα]], σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. <i>ψιάθως</i>, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ψίᾰθος:''' ή [[ψίεθος]], ἡ, [[σωρός]] από [[βούρλα]], σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. <i>ψιάθως</i>, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψίᾰθος:''' ἡ [[тростниковая циновка]], [[плетенка]] Arph., Arst.
|lstext='''ψίᾰθος''': (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ).
}}
{{elnl
|elnltext=ψίαθος -ου, , Dor. acc. plur. ψιάθως biezen mat, slaapmat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj