τυφόω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />remplir de fumée, <i>particul.</i> aveugler des fumées de l'orgueil, rendre fou ; <i>Pass. (pf.</i> τετυφῶσθαι) être aveuglé, affolé : [[οὐχ]] [[οὕτω]] τετύφωμαι DÉM je ne suis pas si fou.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]].
|btext=-ῶ :<br />remplir de fumée, <i>particul.</i> aveugler des fumées de l'orgueil, rendre fou ; <i>Pass. (pf.</i> τετυφῶσθαι) être aveuglé, affolé : [[οὐχ]] [[οὕτω]] τετύφωμαι DÉM je ne suis pas si fou.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τῡφόω''': ([[τῦφος]]) [[περιβάλλω]] διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, [[ἐπισκοτίζω]] τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. [[τῦφος]]). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι [[πλήρης]] τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι [[παράφρων]] (πρβλ. [[τυφώδης]]), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· μετὰ δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ [[μανία]] ἣν σημαίνει τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[ἀποτέλεσμα]] τυφῶνος [[ἤτοι]] θυέλλης μετὰ βροντῶν).
|elnltext=τυφόω [τῦφος] pass. perf. verdwaasd zijn; ptc. dwaas:; ἀντὶ δὲ ἀνοήτου τε καὶ τετυφωμένου in plaats van dom en dwaas Luc. 8.1; verwaand zijn:. τετύφωται μηδὲν ἐπιστάμενος hij is verwaand hoewel hij geen enkele kennis bezir NT 1 Tim. 6.4; ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς τετυφωμένος verwaand om hun rijkdom en macht Luc. 38.12.
}}
{{elru
|elrutext='''τῡφόω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. окутывать дымом, перен. наполнять чванством (τινα Plut.): χαίρων καὶ τετυφωμένος Plut. ликующий и гордый; τετυφωμένη [[ἀπόκρισις]] Plut. надменный ответ;<br /><b class="num">2)</b> [[помрачать]], [[сводить с ума]] (ὁ [[οἶνος]] τετυφωμένους ποιεῖ Arst.): ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Dem. дурачиться и сумасбродствовать; οὐκ [[οὕτω]] τετύφωμαι Dem. я не настолько безумен.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τῡφόω:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. окутывать дымом, перен. наполнять чванством (τινα Plut.): χαίρων καὶ τετυφωμένος Plut. ликующий и гордый; τετυφωμένη [[ἀπόκρισις]] Plut. надменный ответ;<br /><b class="num">2)</b> [[помрачать]], [[сводить с ума]] ([[οἶνος]] τετυφωμένους ποιεῖ Arst.): ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Dem. дурачиться и сумасбродствовать; οὐκ [[οὕτω]] τετύφωμαι Dem. я не настолько безумен.
|lstext='''τῡφόω''': ([[τῦφος]]) [[περιβάλλω]] διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, [[ἐπισκοτίζω]] τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. [[τῦφος]]). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι [[πλήρης]] τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι [[παράφρων]] (πρβλ. [[τυφώδης]]), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· μετὰ δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ [[μανία]] ἣν σημαίνει τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[ἀποτέλεσμα]] τυφῶνος [[ἤτοι]] θυέλλης μετὰ βροντῶν).
}}
{{elnl
|elnltext=τυφόω [τῦφος] pass. perf. verdwaasd zijn; ptc. dwaas:; ἀντὶ δὲ ἀνοήτου τε καὶ τετυφωμένου in plaats van dom en dwaas Luc. 8.1; verwaand zijn:. τετύφωται μηδὲν ἐπιστάμενος hij is verwaand hoewel hij geen enkele kennis bezir NT 1 Tim. 6.4; ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς τετυφωμένος verwaand om hun rijkdom en macht Luc. 38.12.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῡφόω, fut. -ώσω [[τῦφος]]<br />to [[wrap]] in [[smoke]]; metaph. in perf. [[pass]]. τετύφωμαι, to be in the clouds, to be [[crazed]], [[demented]], Plat., Dem.
|mdlsjtxt=τῡφόω, fut. -ώσω [[τῦφος]]<br />to [[wrap]] in [[smoke]]; metaph. in perf. [[pass]]. τετύφωμαι, to be in the clouds, to be [[crazed]], [[demented]], Plat., Dem.
}}
}}