διαλύω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> dissoudre, disjoindre, séparer : τοὺς ἀγωνιζομένους νὺξ διέλυσε HDT la nuit sépara les combattants ; δ. ξύλλογον THC, πανήγυριν XÉN dissoudre une assemblée ; détruire, saccager;<br /><b>II.</b> faire cesser :<br /><b>1</b> mettre fin à : δ. πόλεμον THC terminer une guerre;<br /><b>2</b> réfuter, ruiner : διαβολήν THC une accusation;<br /><b>3</b> acquitter : δαπάνην HDT une dépense;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλύομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se dissoudre ; mourir;<br /><b>2</b> se séparer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> dissoudre : ξεινίην HDT des liens d'hospitalité;<br /><b>2</b> faire cesser : πολέμους ISOCR des guerres ; se réconcilier;<br /><b>3</b> réfuter : ἐγκλήματα THC des accusations ; ruiner, détruire, annuler (un vote, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λύω]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> dissoudre, disjoindre, séparer : τοὺς ἀγωνιζομένους νὺξ διέλυσε HDT la nuit sépara les combattants ; δ. ξύλλογον THC, πανήγυριν XÉN dissoudre une assemblée ; détruire, saccager;<br /><b>II.</b> faire cesser :<br /><b>1</b> mettre fin à : δ. πόλεμον THC terminer une guerre;<br /><b>2</b> réfuter, ruiner : διαβολήν THC une accusation;<br /><b>3</b> acquitter : δαπάνην HDT une dépense;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλύομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se dissoudre ; mourir;<br /><b>2</b> se séparer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> dissoudre : ξεινίην HDT des liens d'hospitalité;<br /><b>2</b> faire cesser : πολέμους ISOCR des guerres ; se réconcilier;<br /><b>3</b> réfuter : ἐγκλήματα THC des accusations ; ruiner, détruire, annuler (un vote, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λύω met acc., causat. los doen gaan, ontbinden, scheiden, uiteen doen gaan:; τοὺς... ἀγωνιζομένους νὺξ ἐπελθοῦσα διέλυσε de nacht kwam en deed de strijdenden uiteen gaan Hdt. 8.11.3; δ. τὴν συνουσίαν de bijeenkomst beëindigen Plat. Lys. 223b; ook med.:; διαλυσάμενος τὴν ξεινίην na de vriendschap opgezegd te hebben Hdt. 4.154.4; een eind maken aan:; τὸν πόλεμον δ. de oorlog staken Aristoph. Lys. 569; δ. τὰς ὁμολογίας de afspraken annuleren Isocr. 4.175; weerleggen, oplossen:; τὴν διαβολήν διαλύειν de beschuldiging weerleggen Thuc. 1.131.2; τὰ ἀμφίλογα δίκῃ διαλύοντας ἄνευ πολέμου de geschilpunten oplossen door rechtspraak zonder oorlog Thuc. 4.118.8; ook med.:; πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι door oorlog liever dan door onderhandelingen hun geschillen oplossen Thuc. 1.140.2; voldoen, betalen:; δαπάνην διαλύειν de kosten voldoen Hdt. 5.30.6; doen ontspannen:. δ. ἄρθρων ἶνας de spieren van de gewrichten losmaken Aristoph. Pax 85; κοιλίην δὲ συνεστηκυῖαν διαλύει ἔμετος het braken verlicht een opgeblazen gevoel in de buik Hp. Vict. 2.59. verzoenen:. πρὸς ἐμὲ αὑτὸν διαλύειν ἠξίου hij vroeg (hem) een verzoening tussen hem en mij tot stand te brengen Dem. 21.122; διάλυσον ἡμᾶς verzoen ons Men. Epitr. 228. pass. intrans. los raken, uiteen gaan:; αὐτόματα... δεσμὰ διελύθη ποδῶν de voetboei was vanzelf losgegaan Eur. Bac. 447; διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου uit de vergadering weggaan Hdt. 3.73; διελύθησαν κατὰ πόλεις ἕκαστοι zij gingen uiteen en ieder keerde naar terug naar zijn stad Thuc. 2.23.3; θᾶττον οἱ ἄτεκνοι διαλύονται kinderloze echtparen gaan eerder uit elkaar Aristot. EN 1162a28; uiteen vallen:; διαλύεται ἐς τὴν μείω τάξιν het lost op naar de zwakkere positie Hp. Vict. 1.27; δι’ ὧν... τὰ πάθη ἐγγίγνεται καὶ διαλύεται waardoor emoties worden opgewekt of verdwijnen Aristot. Rh. 1388b29; διαλυομένου δὲ τοῦ ἀνθρώπου wanneer de mens in ontbinding raakt Xen. Cyr. 8.7.20; (zich) ontspannen:. τὰ κατὰ κοιλίην συνιστάμενα καὶ πάλιν διαλυόμενα de buik was opgeblazen en dan weer ontspannen Hp. Epid. 3.17.1. zich verzoenen:. σπεισαμένους διαλυθῆναι na een bestand zich verzoenen Xen. Hell. 7.4.25.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[развязывать]], [[расплетать]] (διαπλέκειν καὶ δ. τι Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[разлагать]] (τι ἐξ ἑνὸς εἰς [[πολλά]] Plat.); med. разлагаться, распадаться (ἔκ τινος εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[умирать]] (διαλυομένου ἀνθρώπου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[распускать]] (ξύλλογον Thuc.; πανήγυριν Xen.; τὰς δυνάμεις Polyb.; med. τὸ [[συμπόσιον]] Plut.); med. расходиться (ἐκ τοῦ συνεδρίου Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[разрывать]], [[расторгать]] (ξεινίην Her.; σπονδάς Thuc.; κοινωνίαν Arst.; med. τὴν [[φιλίαν]] πρός τινας Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[освобождать]] (διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας Diod.);<br /><b class="num">7)</b> [[разрушать]], [[уничтожать]] (διαλῦσαι καὶ ἀπολέσαι τινά Plat.; τὰς οἰκήσεις Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> [[разминать]], [[расправлять]], [[делать гибким]] (ἄρθρων ἶνας Arph.);<br /><b class="num">9)</b> [[расслаблять]], [[изнурять]] (διαλελυμένοι διὰ νόσον ἢ πόνον Arst.);<br /><b class="num">10)</b> [[нарушать]] (ἃ αὑτοῖς ἐψηφίσασθε Lys.);<br /><b class="num">11)</b> [[разлучать]], [[разделять]] (τοὺς ἀγωνιζομένους Her.): διαλύσασθαι ἀπ᾽ ἀλλήλοιν Plat. расстаться друг с другом; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυον Xen. они разошлись, чтобы лечь спать;<br /><b class="num">12)</b> [[прерывать]], [[оканчивать]], [[прекращать]] (πόλεμον Thuc., med. Isocr., Arst.; ταραχήν Polyb.; med. ἔχθρας Thuc.): νείκας ([[varia lectio|v.l.]] νείκους) διαλύεσθαι Eur. прекращать ссору;<br /><b class="num">13)</b> [[примирять]], [[мирить]] (τινὰ πρός τινα Dem.; διαλῦσαί τινας ἐκ τῆς προγεγενημένης διαφορᾶς Polyb.); med.-pass. примиряться (πρός τινα Aeschin.; τί [[δεῖ]] [[ἡμᾶς]] μάχεσθαι, ἀλλ᾽ οὐ διαλυθῆναι; Xen.); διαλυθεὶς καὶ [[θέμενος]] εἰρήνην Plut. прекратив военные действия и заключив мир;<br /><b class="num">14)</b> [[погашать]], [[уплачивать]] (δαπάνην Her.; χρήματα Dem.; μισθόν Arst.; [[χρέος]] Polyb.; τὰ [[χρέα]] τοῖς δανείσασιν Plut.): πάντα διελέλυτο Dem. долг уплачен был сполна; δ. τινά Dem. рассчитаться с кем-л.;<br /><b class="num">15)</b> [[разрешать]] (τετραγωνισμόν, ἀπορίαν Arst.; [[πρόβλημα]] Plut.);<br /><b class="num">16)</b> [[опровергать]] (διαβολήν, med. ἐγκλήματα и περὶ τῶν ἐγκλημάτων Thuc.; τοὺς φάσκοντας Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], παρακ. <i>-λέλῠκα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ -ελύθην [ῠ], παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαλαρώνω]] το ένα από το [[άλλο]], [[διαχωρίζω]] σε κομμάτια, [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ.· [[διαλύω]] μια [[συγκέντρωση]], στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ</i>., [[χαλώ]], [[σχολάζω]] τη [[γιορτή]] και [[πηγαίνω]] για ύπνο, σε Ξεν.· <i>δ. τὴν στρατιάν</i>, τη [[διασκορπίζω]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για μια [[σύναξη]], [[συνέλευση]], [[διαλύω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για άνθρωπο, [[πεθαίνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[διασπώ]], [[αναλύω]] στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τερματίζω]] [[μία]] [[φιλία]], [[καταπατώ]] μια [[ανακωχή]], σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., <i>διαλύσασθαι ξεινίην</i>, σε Ηρόδ. <b>4. α)</b> [[τερματίζω]] την [[εχθρότητα]], [[σταματώ]] τις εχθροπραξίες, [[συμφιλιώνω]], σε Θουκ.· και στη Μέσ., σε Δημ. κ.λπ. <b>β)</b> με αιτ. προσ., [[συμφιλιώνω]], τινὰ [[πρός]] τινα, στον ίδ.· <i>οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., <i>διαλύεσθαι νείκους</i>, αποτραβιέμαι από μια [[διαμάχη]], δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[τερματίζω]], [[εξαλείφω]], [[εγκαταλείπω]], <i>διαβολήν</i>, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> [[επιλύω]] μια [[δυσκολία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> <i>δ. τιμάς</i>, [[πληρώνω]] το συνολικό [[τίμημα]], [[εξοφλώ]], [[αποπληρώνω]] ένα [[χρέος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. προσ., τον [[ξεπληρώνω]], τον [[εξοφλώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[εξασθενώ]], [[μειώνω]], [[κάμπτω]], [[χαλαρώνω]] τις άμυνες, τις αντιστάσεις, [[ξεσφίγγω]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''διαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ], παρακ. <i>-λέλῠκα</i>· — Παθ. αόρ. αʹ -ελύθην [ῠ], παρακ. <i>-λέλῠμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαλαρώνω]] το ένα από το [[άλλο]], [[διαχωρίζω]] σε κομμάτια, [[καταστρέφω]], σε Ηρόδ.· [[διαλύω]] μια [[συγκέντρωση]], στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην δ</i>., [[χαλώ]], [[σχολάζω]] τη [[γιορτή]] και [[πηγαίνω]] για ύπνο, σε Ξεν.· <i>δ. τὴν στρατιάν</i>, τη [[διασκορπίζω]], σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για μια [[σύναξη]], [[συνέλευση]], [[διαλύω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για άνθρωπο, [[πεθαίνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[διασπώ]], [[αναλύω]] στα συστατικά μέρη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[τερματίζω]] [[μία]] [[φιλία]], [[καταπατώ]] μια [[ανακωχή]], σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., <i>διαλύσασθαι ξεινίην</i>, σε Ηρόδ. <b>4. α)</b> [[τερματίζω]] την [[εχθρότητα]], [[σταματώ]] τις εχθροπραξίες, [[συμφιλιώνω]], σε Θουκ.· και στη Μέσ., σε Δημ. κ.λπ. <b>β)</b> με αιτ. προσ., [[συμφιλιώνω]], τινὰ [[πρός]] τινα, στον ίδ.· <i>οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων</i>, σε Θουκ. — Παθ. και Μέσ., <i>διαλύεσθαι νείκους</i>, αποτραβιέμαι από μια [[διαμάχη]], δηλ. συμφιλιώνομαι, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[τερματίζω]], [[εξαλείφω]], [[εγκαταλείπω]], <i>διαβολήν</i>, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">6.</b> [[επιλύω]] μια [[δυσκολία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">7.</b> <i>δ. τιμάς</i>, [[πληρώνω]] το συνολικό [[τίμημα]], [[εξοφλώ]], [[αποπληρώνω]] ένα [[χρέος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. προσ., τον [[ξεπληρώνω]], τον [[εξοφλώ]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[εξασθενώ]], [[μειώνω]], [[κάμπτω]], [[χαλαρώνω]] τις άμυνες, τις αντιστάσεις, [[ξεσφίγγω]], σε Θεόκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λύω met acc., causat. los doen gaan, ontbinden, scheiden, uiteen doen gaan:; τοὺς... ἀγωνιζομένους νὺξ ἐπελθοῦσα διέλυσε de nacht kwam en deed de strijdenden uiteen gaan Hdt. 8.11.3; δ. τὴν συνουσίαν de bijeenkomst beëindigen Plat. Lys. 223b; ook med.:; διαλυσάμενος τὴν ξεινίην na de vriendschap opgezegd te hebben Hdt. 4.154.4; een eind maken aan:; τὸν πόλεμον δ. de oorlog staken Aristoph. Lys. 569; δ. τὰς ὁμολογίας de afspraken annuleren Isocr. 4.175; weerleggen, oplossen:; τὴν διαβολήν διαλύειν de beschuldiging weerleggen Thuc. 1.131.2; τὰ ἀμφίλογα δίκῃ διαλύοντας ἄνευ πολέμου de geschilpunten oplossen door rechtspraak zonder oorlog Thuc. 4.118.8; ook med.:; πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι door oorlog liever dan door onderhandelingen hun geschillen oplossen Thuc. 1.140.2; voldoen, betalen:; δαπάνην διαλύειν de kosten voldoen Hdt. 5.30.6; doen ontspannen:. δ. ἄρθρων ἶνας de spieren van de gewrichten losmaken Aristoph. Pax 85; κοιλίην δὲ συνεστηκυῖαν διαλύει ἔμετος het braken verlicht een opgeblazen gevoel in de buik Hp. Vict. 2.59. verzoenen:. πρὸς ἐμὲ αὑτὸν διαλύειν ἠξίου hij vroeg (hem) een verzoening tussen hem en mij tot stand te brengen Dem. 21.122; διάλυσον ἡμᾶς verzoen ons Men. Epitr. 228. pass. intrans. los raken, uiteen gaan:; αὐτόματα... δεσμὰ διελύθη ποδῶν de voetboei was vanzelf losgegaan Eur. Bac. 447; διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου uit de vergadering weggaan Hdt. 3.73; διελύθησαν κατὰ πόλεις ἕκαστοι zij gingen uiteen en ieder keerde naar terug naar zijn stad Thuc. 2.23.3; θᾶττον οἱ ἄτεκνοι διαλύονται kinderloze echtparen gaan eerder uit elkaar Aristot. EN 1162a28; uiteen vallen:; διαλύεται ἐς τὴν μείω τάξιν het lost op naar de zwakkere positie Hp. Vict. 1.27; δι’ ὧν... τὰ πάθη ἐγγίγνεται καὶ διαλύεται waardoor emoties worden opgewekt of verdwijnen Aristot. Rh. 1388b29; διαλυομένου δὲ τοῦ ἀνθρώπου wanneer de mens in ontbinding raakt Xen. Cyr. 8.7.20; (zich) ontspannen:. τὰ κατὰ κοιλίην συνιστάμενα καὶ πάλιν διαλυόμενα de buik was opgeblazen en dan weer ontspannen Hp. Epid. 3.17.1. zich verzoenen:. σπεισαμένους διαλυθῆναι na een bestand zich verzoenen Xen. Hell. 7.4.25.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[развязывать]], [[расплетать]] (διαπλέκειν καὶ δ. τι Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[разлагать]] (τι ἐξ ἑνὸς εἰς [[πολλά]] Plat.); med. разлагаться, распадаться (ἔκ τινος εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> med. [[умирать]] (διαλυομένου ἀνθρώπου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[распускать]] (ξύλλογον Thuc.; πανήγυριν Xen.; τὰς δυνάμεις Polyb.; med. τὸ [[συμπόσιον]] Plut.); med. расходиться (ἐκ τοῦ συνεδρίου Her.);<br /><b class="num">5)</b> [[разрывать]], [[расторгать]] (ξεινίην Her.; σπονδάς Thuc.; κοινωνίαν Arst.; med. τὴν [[φιλίαν]] πρός τινας Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[освобождать]] (διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας Diod.);<br /><b class="num">7)</b> [[разрушать]], [[уничтожать]] (διαλῦσαι καὶ ἀπολέσαι τινά Plat.; τὰς οἰκήσεις Polyb.);<br /><b class="num">8)</b> [[разминать]], [[расправлять]], [[делать гибким]] (ἄρθρων ἶνας Arph.);<br /><b class="num">9)</b> [[расслаблять]], [[изнурять]] (διαλελυμένοι διὰ νόσον ἢ πόνον Arst.);<br /><b class="num">10)</b> [[нарушать]] (ἃ αὑτοῖς ἐψηφίσασθε Lys.);<br /><b class="num">11)</b> [[разлучать]], [[разделять]] (τοὺς ἀγωνιζομένους Her.): διαλύσασθαι ἀπ᾽ ἀλλήλοιν Plat. расстаться друг с другом; τὴν σκηνὴν εἰς κοίτην διέλυον Xen. они разошлись, чтобы лечь спать;<br /><b class="num">12)</b> [[прерывать]], [[оканчивать]], [[прекращать]] (πόλεμον Thuc., med. Isocr., Arst.; ταραχήν Polyb.; med. ἔχθρας Thuc.): νείκας ([[varia lectio|v.l.]] νείκους) διαλύεσθαι Eur. прекращать ссору;<br /><b class="num">13)</b> [[примирять]], [[мирить]] (τινὰ πρός τινα Dem.; διαλῦσαί τινας ἐκ τῆς προγεγενημένης διαφορᾶς Polyb.); med.-pass. примиряться (πρός τινα Aeschin.; τί [[δεῖ]] [[ἡμᾶς]] μάχεσθαι, ἀλλ᾽ οὐ διαλυθῆναι; Xen.); διαλυθεὶς καὶ [[θέμενος]] εἰρήνην Plut. прекратив военные действия и заключив мир;<br /><b class="num">14)</b> [[погашать]], [[уплачивать]] (δαπάνην Her.; χρήματα Dem.; μισθόν Arst.; [[χρέος]] Polyb.; τὰ [[χρέα]] τοῖς δανείσασιν Plut.): πάντα διελέλυτο Dem. долг уплачен был сполна; δ. τινά Dem. рассчитаться с кем-л.;<br /><b class="num">15)</b> [[разрешать]] (τετραγωνισμόν, ἀπορίαν Arst.; [[πρόβλημα]] Plut.);<br /><b class="num">16)</b> [[опровергать]] (διαβολήν, med. ἐγκλήματα и περὶ τῶν ἐγκλημάτων Thuc.; τοὺς φάσκοντας Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj