Anonymous

διαλύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] (s. λύω 1) auflösen in seine Theile, ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά, Plat. Tim. 68 d; dah. – a) = trennen, νὺξ διέλυσε τοὺς ἀγωνιζομένους Her. 8, 11; τὸν πόλεμον, Thuc. 8, 46; τὰς ἔχθρας, 4, 19; ἔχθραν, διαφοράν, beilegen, schlichten; auch im med., unter einander aufgeben, Isocr. 4, 15. 12, 160; ταραχήν, Pol. 5, 15, 5 u. öfter; μάχας, Hdn. 4, 15, 10; dah. τινὰ [[πρός]] τινα, aussohnen, Dem. 21, 122; Pol. 5, 68, 7; διαλύσασθαι [[πρός]] τινα, sich mit Einem aussöhnen, Dem. 30, 22. 38, 24 u. Sp., wie Plut. Syll. 13; auch pass. so, Pol. 4, 9, 5; ἐν φίλοις διαλύσασθαι [[περί]] τινος, sich freundschaftlich über etwas verständigen, Isocr. Auch ξενίην, aufheben, Her. 4, 154; σπονδάς, Thuc. 5, 1, 36; τὴν φιλίαν πρὸς αὐτοὺς διελύσατο Plut. reip. ger. praec. 13, vgl. Arist. Nic. 9, 3. – b) eine Versammlung auseinander gehen lassen, τὸν ξύλλογον, τὸ ναυτικόν, Thuc. 2, 12. 93; τὰς δυνάμεις, Pol. 3, 99; συνουσίαν, aufheben, beendigen, Plat. Lys. 223 b. Auch med., Gorg. 457 c; τὴν πανήγυριν, Xen. Cyr. 6, 1, 7; τὸ [[συμπόσιον]], Plut. sept. sap. conv. E. – Pass., auseinander-, weggehen, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου, Her. 3, 73; ἐκ τοῦ συνεδρίου διαλυθέντες 8, 56; ἀπ' ἀλλήλοιν, Plat. Gorg. 524 b; ohne Zusatz, ἔμελλε διαλύσεσθαι Thuc. 2, 12; Pol. braucht so auch das act., διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλεις 23, 9, 14. – c) übh. = auflösen, καὶ ἀπόλλυσι Plat. Rep. X, 609 c; Ggstz [[βεβαιόω]], Lys. 18, 15; διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου Xen. Cyr. 8, 7, 3, wie wir: aufgelös't werden, sterben, vgl. Ath. IX, 401 e; τὰς οἰκήσεις, zerstören, Pol. 4, 65. – d) widerlegen, ἐγκλήματα, Thuc. 1, 140; διαβολήν, 1, 131; Plat. Soph. 252 d; τοὺς λόγους τῶν κατηγορούντων, Isocr. 6. 33; auch περὶ τῶν ἐγκλημάτων, Thuc. 1, 145; dah. pass., διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας, sich der Strafe entziehen, D. Sic. Aehnl. νείκους, sich vom Streite losmachen, ihn aufgeben, Eur. Or. 1679. – 2) eine Schuld abzahlen, τὸ [[χρέος]], Pol. 32, 13, 4; τὴν φέρνην, 32, 8, 4, u. öfter; übh. = bezahlen, τὴν δαπάνην, die Kosten bestreiten, Her. 5, 30; χρήματα, Dem. 20, 13; τὰς τιμάς, 29, 7; πάντα διαλύσας, nachdem er alles berichtigt hatte, 36, 3, u. öfter; auch τὸν ναύκληρον, durch Bezahlen zufrieden stellen, 49, 29. Dah. med., sich bezahlen lassen, Sp. – 3) eine Spannung aufheben, abspannen, Ar. Pax 85; σώματα, Hippocr. – 4) [[λέξις]] διαλελυμένη, concise, kurze Ausdrucksweise, D. Hal. Iud. Lys. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] (s. λύω 1) auflösen in seine Theile, ἐξ ἑνὸς εἰς πολλά, Plat. Tim. 68 d; dah. – a) = trennen, νὺξ διέλυσε τοὺς ἀγωνιζομένους Her. 8, 11; τὸν πόλεμον, Thuc. 8, 46; τὰς ἔχθρας, 4, 19; ἔχθραν, διαφοράν, beilegen, schlichten; auch im med., unter einander aufgeben, Isocr. 4, 15. 12, 160; ταραχήν, Pol. 5, 15, 5 u. öfter; μάχας, Hdn. 4, 15, 10; dah. τινὰ [[πρός]] τινα, aussohnen, Dem. 21, 122; Pol. 5, 68, 7; διαλύσασθαι [[πρός]] τινα, sich mit Einem aussöhnen, Dem. 30, 22. 38, 24 u. Sp., wie Plut. Syll. 13; auch pass. so, Pol. 4, 9, 5; ἐν φίλοις διαλύσασθαι [[περί]] τινος, sich freundschaftlich über etwas verständigen, Isocr. Auch ξενίην, aufheben, Her. 4, 154; σπονδάς, Thuc. 5, 1, 36; τὴν φιλίαν πρὸς αὐτοὺς διελύσατο Plut. reip. ger. praec. 13, vgl. Arist. Nic. 9, 3. – b) eine Versammlung auseinander gehen lassen, τὸν ξύλλογον, τὸ ναυτικόν, Thuc. 2, 12. 93; τὰς δυνάμεις, Pol. 3, 99; συνουσίαν, aufheben, beendigen, Plat. Lys. 223 b. Auch med., Gorg. 457 c; τὴν πανήγυριν, Xen. Cyr. 6, 1, 7; τὸ [[συμπόσιον]], Plut. sept. sap. conv. E. – Pass., auseinander-, weggehen, διαλύεσθαι ἐκ τοῦ συλλόγου, Her. 3, 73; ἐκ τοῦ συνεδρίου διαλυθέντες 8, 56; ἀπ' ἀλλήλοιν, Plat. Gorg. 524 b; ohne Zusatz, ἔμελλε διαλύσεσθαι Thuc. 2, 12; Pol. braucht so auch das act., διέλυσαν εἰς τὰς ἰδίας ἕκαστοι πόλεις 23, 9, 14. – c) übh. = auflösen, καὶ ἀπόλλυσι Plat. Rep. X, 609 c; Ggstz [[βεβαιόω]], Lys. 18, 15; διαλυομένου δὲ ἀνθρώπου Xen. Cyr. 8, 7, 3, wie wir: aufgelös't werden, sterben, vgl. Ath. IX, 401 e; τὰς οἰκήσεις, zerstören, Pol. 4, 65. – d) widerlegen, ἐγκλήματα, Thuc. 1, 140; διαβολήν, 1, 131; Plat. Soph. 252 d; τοὺς λόγους τῶν κατηγορούντων, Isocr. 6. 33; auch περὶ τῶν ἐγκλημάτων, Thuc. 1, 145; dah. pass., διαλύεσθαι τῆς τιμωρίας, sich der Strafe entziehen, D. Sic. Aehnl. νείκους, sich vom Streite losmachen, ihn aufgeben, Eur. Or. 1679. – 2) eine Schuld abzahlen, τὸ [[χρέος]], Pol. 32, 13, 4; τὴν φέρνην, 32, 8, 4, u. öfter; übh. = bezahlen, τὴν δαπάνην, die Kosten bestreiten, Her. 5, 30; χρήματα, Dem. 20, 13; τὰς τιμάς, 29, 7; πάντα διαλύσας, nachdem er alles berichtigt hatte, 36, 3, u. öfter; auch τὸν ναύκληρον, durch Bezahlen zufrieden stellen, 49, 29. Dah. med., sich bezahlen lassen, Sp. – 3) eine Spannung aufheben, abspannen, Ar. Pax 85; σώματα, Hippocr. – 4) [[λέξις]] διαλελυμένη, concise, kurze Ausdrucksweise, D. Hal. Iud. Lys. 9.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> dissoudre, disjoindre, séparer : τοὺς ἀγωνιζομένους νὺξ διέλυσε HDT la nuit sépara les combattants ; δ. ξύλλογον THC, πανήγυριν XÉN dissoudre une assemblée ; détruire, saccager;<br /><b>II.</b> faire cesser :<br /><b>1</b> mettre fin à : δ. πόλεμον THC terminer une guerre;<br /><b>2</b> réfuter, ruiner : διαβολήν THC une accusation;<br /><b>3</b> acquitter : δαπάνην HDT une dépense;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλύομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se dissoudre ; mourir;<br /><b>2</b> se séparer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> dissoudre : ξεινίην HDT des liens d'hospitalité;<br /><b>2</b> faire cesser : πολέμους ISOCR des guerres ; se réconcilier;<br /><b>3</b> réfuter : ἐγκλήματα THC des accusations ; ruiner, détruire, annuler (un vote, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλύω''': μέλλ. -λύσω, κτλ. (ἴδε λύω)· -λύω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, [[διαχωρίζω]], Λατ. dissolvere, διαπλέκων καὶ διαλύων, συμπλέκων καὶ ἀναλύων, Ἡρόδ. 4. 67· δ. τοὺς ἀγωνιζομένους ὁ αὐτ. 8. 11· δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, κτλ., ὁ αὐτ. 7. 10, 4, Θουκ. 2. 12, Πλάτ. Λυσ. 223Β, κτλ. τὴν σκηνήν εἰς κοίτην δ., [[διαλύω]] τὴν συναναστροφὴν καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὴν κλίνην, Ξεν. Κύρ. 2, 3, 1· δ. τὴν στρατιάν, τὸ ναυτικὸν Θουκ., κλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 457C.- Παθ., ἐπὶ συνελεύσεως, [[διαλύω]] Ἡρόδ. 1. 128, κτλ.· ἐκ τοῦ συλλόγου ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 5. 113· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Θουκ. 2. 12· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἀποθνήσκω]], Ξεν. Κύρ. 8.7,20. 2) [[διαλύω]] τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται στοιχεῖα, [[ἀναλύω]], [[καταστρέφω]], δ. καὶ ἀπολλύναι Πλάτ. Πολ. 609Α, κἐξ.· ἐξ [[ἑνός]] ἐς πολλά δ. ὁ αὐτ. Τιμ. 68D· οὕτω, δ. πολιτείαν, [[ἀρχήν]], κτλ., ὁ αὐτ. Νόμ. 945C, κτλ.· τὰς οἰκήσεις Πολύβ. 4. 65, 4· -ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[τήκω]] τι πεπηγός, Ξεν. Κυν. 5, 2. -Παθ., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12, καὶ [[συχνάκις]]. 3) [[καταστρέφω]] τὴν φιλίαν, θέτω [[τέρμα]] εἰς αὐτήν, Λατ. dirimere, δ. σπονδὰς Θουκ. 5. 1· ὁμολογίας Ἰσοκρ. 77C· φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 1·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαλύσασθαι ξεινίην Ἡρόδ. 4. 154· ἀπολ., διασπῶ, [[διαλύω]] φιλίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 5 κἑξ. 4) θέτω [[τέρμα]] εἰς ἔχθραν ἢ ἐχθροπραξίας, ἔχθραν, πόλεμον Θουκ. 4. 19., 8. 46· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, δ. ἔχθρας Ἰσαῖ 64.25· διαφορὰς Ἰσοκρ. 266 D ·πολέμους ὁ αὐτ. 76 D, πρβλ. Δημ. 44. 10· κατὰ παθ. ὑπερσ. (μετὰ μέσ. σημ.), διελέλυσθε τὸν πόλεμον Ἰσοκρ. 301C· [[ἐντεῦθεν]], β) μετ᾽ αἰτ. προσ., διαλλάττω, συμφιλιῶ, πρὸς ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν διαλύειν ἠξίου Δημ. 555. 1, πρβλ. 1032. 8· δ. τινὰ ἐκ διαφορᾶς Πολύβ. 1. 87, 4· οὐ γάρ ἦν ὁ διαλύσων Θουκ. 3. 83·-μέσ. ἀπολ., διαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, [[παύω]] ἔριν,Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 25, κτλ.· [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 10.4· [[περί]] τινος Λυσ. 100.43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., [[ὅπως]]... μὴ διαλύσει Δημ. 583. 23. 5) [[καθόλου]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, [[καταπαύω]], [[καταστρέφω]], διαβολὴν Θουκ. 1. 131· πάσας [[αὐτοῦ]] διαλύσω τὰς ἀπολογίας Δημ. 831. 24, πρβλ. 991. 20· τὸν φόβον τῶν Ἑλλήνων δ. Πλάτ. Μενεξ. 241Β·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐγκλήματα δ. Θουκ. 1. 140, πρβλ. 145, Ἰσοκρ. 228D, 278B, 313C· δ. ἃ ἐψηφίσασθε, νὰ ἀναιρέσητε τὴν ἀπόφασίν σας, Λυσ.64.25· διαλύεσθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους, διευθετῶ ἀμοιβαίας ἀξιώσεις, Ἰσοκρ. 48 D, πρβλ. Αἰσχίν. 10. 4.6) λύω δυσκολίαν, Πλάτ. Σοφ. 252D· τὴν ἀπορίαν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 6, 5, κτλ. 7) δ. τιμάς, πληρώνω ὅλην τὴν ἀξίαν, τὴν τιμήν, Δημ. 846, ἐν τέλ.· πληρώνω, [[ἀποτίνω]], τὴν δαπάνην Ἡρόδ. 5. 30· χρήματα Δημ. 460. 19· τὰ συμβόλαια Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 2· [[χρέος]], [[χρέα]], κτλ., Πολύβ. 32. 13, 4, κτλ.· πάντα διελέλυτο Δημ. 836. 14· οὕτω Λατ. diluere, Κικ. Off. 1. 33·- [[ὡσαύτως]] μετ᾽αἰτ. προσ., δ. τὸν ναύκληρον, ἱκανοποιῶ αὐτόν, δηλ. τὸν πληρώνω, Δημ. 1192. 24, πρβλ. 919. 10, 959, ἐν τέλ.· -κατὰ μέσ. ἢ παθ., [[διατάσσω]] νὰ πληρωθῶσι χρέη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 10· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], πληρώνομαι, [[κάμνω]] νά με πληρώσωσι, Δίων Χρυσ. σ. 214. ΙΙ. χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθιστῶ τινα ἐνδοτικόν, εὐάγωγον, Λατ. relaxare, Ἀριστοφ. Εἰρ. 85.-Παθ., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 5, 1· ἀνάπλους διαλελυμένος, ἔκπλους [[ἄνευ]] τάξεως, Πολύβ. 16. 2, 6· διαλελυμένη [[λέξις]], χαλαρὸν [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 9. 2) ἀπολ., χαλαρώνω, λύω, Θεόκρ. 24. 32. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442 καὶ 417.
|lstext='''διαλύω''': μέλλ. -λύσω, κτλ. (ἴδε λύω)· -λύω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, [[διαχωρίζω]], Λατ. dissolvere, διαπλέκων καὶ διαλύων, συμπλέκων καὶ ἀναλύων, Ἡρόδ. 4. 67· δ. τοὺς ἀγωνιζομένους ὁ αὐτ. 8. 11· δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, κτλ., ὁ αὐτ. 7. 10, 4, Θουκ. 2. 12, Πλάτ. Λυσ. 223Β, κτλ. τὴν σκηνήν εἰς κοίτην δ., [[διαλύω]] τὴν συναναστροφὴν καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὴν κλίνην, Ξεν. Κύρ. 2, 3, 1· δ. τὴν στρατιάν, τὸ ναυτικὸν Θουκ., κλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 457C.- Παθ., ἐπὶ συνελεύσεως, [[διαλύω]] Ἡρόδ. 1. 128, κτλ.· ἐκ τοῦ συλλόγου ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 5. 113· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Θουκ. 2. 12· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἀποθνήσκω]], Ξεν. Κύρ. 8.7,20. 2) [[διαλύω]] τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται στοιχεῖα, [[ἀναλύω]], [[καταστρέφω]], δ. καὶ ἀπολλύναι Πλάτ. Πολ. 609Α, κἐξ.· ἐξ [[ἑνός]] ἐς πολλά δ. ὁ αὐτ. Τιμ. 68D· οὕτω, δ. πολιτείαν, [[ἀρχήν]], κτλ., ὁ αὐτ. Νόμ. 945C, κτλ.· τὰς οἰκήσεις Πολύβ. 4. 65, 4· -ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[τήκω]] τι πεπηγός, Ξεν. Κυν. 5, 2. -Παθ., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12, καὶ [[συχνάκις]]. 3) [[καταστρέφω]] τὴν φιλίαν, θέτω [[τέρμα]] εἰς αὐτήν, Λατ. dirimere, δ. σπονδὰς Θουκ. 5. 1· ὁμολογίας Ἰσοκρ. 77C· φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 1·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαλύσασθαι ξεινίην Ἡρόδ. 4. 154· ἀπολ., διασπῶ, [[διαλύω]] φιλίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 5 κἑξ. 4) θέτω [[τέρμα]] εἰς ἔχθραν ἢ ἐχθροπραξίας, ἔχθραν, πόλεμον Θουκ. 4. 19., 8. 46· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, δ. ἔχθρας Ἰσαῖ 64.25· διαφορὰς Ἰσοκρ. 266 D ·πολέμους ὁ αὐτ. 76 D, πρβλ. Δημ. 44. 10· κατὰ παθ. ὑπερσ. (μετὰ μέσ. σημ.), διελέλυσθε τὸν πόλεμον Ἰσοκρ. 301C· [[ἐντεῦθεν]], β) μετ᾽ αἰτ. προσ., διαλλάττω, συμφιλιῶ, πρὸς ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν διαλύειν ἠξίου Δημ. 555. 1, πρβλ. 1032. 8· δ. τινὰ ἐκ διαφορᾶς Πολύβ. 1. 87, 4· οὐ γάρ ἦν ὁ διαλύσων Θουκ. 3. 83·-μέσ. ἀπολ., διαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, [[παύω]] ἔριν,Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 25, κτλ.· [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 10.4· [[περί]] τινος Λυσ. 100.43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., [[ὅπως]]... μὴ διαλύσει Δημ. 583. 23. 5) [[καθόλου]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, [[καταπαύω]], [[καταστρέφω]], διαβολὴν Θουκ. 1. 131· πάσας [[αὐτοῦ]] διαλύσω τὰς ἀπολογίας Δημ. 831. 24, πρβλ. 991. 20· τὸν φόβον τῶν Ἑλλήνων δ. Πλάτ. Μενεξ. 241Β·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐγκλήματα δ. Θουκ. 1. 140, πρβλ. 145, Ἰσοκρ. 228D, 278B, 313C· δ. ἃ ἐψηφίσασθε, νὰ ἀναιρέσητε τὴν ἀπόφασίν σας, Λυσ.64.25· διαλύεσθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους, διευθετῶ ἀμοιβαίας ἀξιώσεις, Ἰσοκρ. 48 D, πρβλ. Αἰσχίν. 10. 4.6) λύω δυσκολίαν, Πλάτ. Σοφ. 252D· τὴν ἀπορίαν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 6, 5, κτλ. 7) δ. τιμάς, πληρώνω ὅλην τὴν ἀξίαν, τὴν τιμήν, Δημ. 846, ἐν τέλ.· πληρώνω, [[ἀποτίνω]], τὴν δαπάνην Ἡρόδ. 5. 30· χρήματα Δημ. 460. 19· τὰ συμβόλαια Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 2· [[χρέος]], [[χρέα]], κτλ., Πολύβ. 32. 13, 4, κτλ.· πάντα διελέλυτο Δημ. 836. 14· οὕτω Λατ. diluere, Κικ. Off. 1. 33·- [[ὡσαύτως]] μετ᾽αἰτ. προσ., δ. τὸν ναύκληρον, ἱκανοποιῶ αὐτόν, δηλ. τὸν πληρώνω, Δημ. 1192. 24, πρβλ. 919. 10, 959, ἐν τέλ.· -κατὰ μέσ. ἢ παθ., [[διατάσσω]] νὰ πληρωθῶσι χρέη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 10· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], πληρώνομαι, [[κάμνω]] νά με πληρώσωσι, Δίων Χρυσ. σ. 214. ΙΙ. χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθιστῶ τινα ἐνδοτικόν, εὐάγωγον, Λατ. relaxare, Ἀριστοφ. Εἰρ. 85.-Παθ., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 5, 1· ἀνάπλους διαλελυμένος, ἔκπλους [[ἄνευ]] τάξεως, Πολύβ. 16. 2, 6· διαλελυμένη [[λέξις]], χαλαρὸν [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 9. 2) ἀπολ., χαλαρώνω, λύω, Θεόκρ. 24. 32. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442 καὶ 417.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> dissoudre, disjoindre, séparer : τοὺς ἀγωνιζομένους νὺξ διέλυσε HDT la nuit sépara les combattants ; δ. ξύλλογον THC, πανήγυριν XÉN dissoudre une assemblée ; détruire, saccager;<br /><b>II.</b> faire cesser :<br /><b>1</b> mettre fin à : δ. πόλεμον THC terminer une guerre;<br /><b>2</b> réfuter, ruiner : διαβολήν THC une accusation;<br /><b>3</b> acquitter : δαπάνην HDT une dépense;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαλύομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> se dissoudre ; mourir;<br /><b>2</b> se séparer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> dissoudre : ξεινίην HDT des liens d'hospitalité;<br /><b>2</b> faire cesser : πολέμους ISOCR des guerres ; se réconcilier;<br /><b>3</b> réfuter : ἐγκλήματα THC des accusations ; ruiner, détruire, annuler (un vote, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR