κνώδαλον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> tout animal sauvage, <i>particul.</i> monstre marin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout animal.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]], [[ὀδούς]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> tout animal sauvage, <i>particul.</i> monstre marin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tout animal.<br />'''Étymologie:''' [[κνάω]], [[ὀδούς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κνώδαλον -ου, τό, wild dier, beest, monster: overdr. van personen:. οἶσθά γ’ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν; weet jij wel wat voor monster wij bewaken? Aristoph. Ve. 4; τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε τοῖς κνωδάλοις; wat moeten we met deze monsterlijke wezens aan? Aristoph. Lys. 477.
}}
{{elru
|elrutext='''κνώδᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[дикое животное]], [[зверь]]: ὕλης κ. Hom. лесной зверь, дичь;<br /><b class="num">2)</b> [[живое существо]], [[животное]] (κνώδαλα καὶ βροτοί Aesch.): κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Aesch. животные пернатые и наземные;<br /><b class="num">3)</b> [[чудовище]] (πόντιαι ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Aesch.): (κώνωπες), νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα Anth. комары, двукрылые ночные чудовища;<br /><b class="num">4)</b> бран. [[чудовище]], [[страшилище]] (ὦ παντομισῆ κνώδαλα! Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνώδᾰλον:''' τό, οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο, από [[λιοντάρι]] έως [[ερπετό]] ή [[σκουλήκι]], [[τέρας]], [[θηρίο]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ως όρος αποδοκιμασίας, <i>ὦ παντομισῆ κνώδαλα</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κνώδᾰλον:''' τό, οποιοδήποτε επικίνδυνο ζώο, από [[λιοντάρι]] έως [[ερπετό]] ή [[σκουλήκι]], [[τέρας]], [[θηρίο]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ως όρος αποδοκιμασίας, <i>ὦ παντομισῆ κνώδαλα</i>, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κνώδαλον -ου, τό, wild dier, beest, monster: overdr. van personen:. οἶσθά γ’ οἷον κνώδαλον φυλάττομεν; weet jij wel wat voor monster wij bewaken? Aristoph. Ve. 4; τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε τοῖς κνωδάλοις; wat moeten we met deze monsterlijke wezens aan? Aristoph. Lys. 477.
}}
{{elru
|elrutext='''κνώδᾰλον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[дикое животное]], [[зверь]]: ὕλης κ. Hom. лесной зверь, дичь;<br /><b class="num">2)</b> [[живое существо]], [[животное]] (κνώδαλα καὶ βροτοί Aesch.): κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ Aesch. животные пернатые и наземные;<br /><b class="num">3)</b> [[чудовище]] (πόντιαι ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βροτοῖσι Aesch.): (κώνωπες), νυκτὸς κνώδαλα διπτέρυγα Anth. комары, двукрылые ночные чудовища;<br /><b class="num">4)</b> бран. [[чудовище]], [[страшилище]] (ὦ παντομισῆ κνώδαλα! Aesch.).
}}
}}
{{etym
{{etym