3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλεονεκτικός -ή -όν [πλεονέκτης] op winst gericht:. ἀρετὰς... πλεονεκτικωτέρας kwaliteiten die meer winst opleveren Aristot. Pol. 1333b10. hebzuchtig; subst.. τό πλεονεκτικόν hebzucht Luc. 13.8. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεονεκτικός:''' 3, жадный, своекорыстный, хищнический ([[βίος]] Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | |lsmtext='''πλεονεκτικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδιώκει να λάβει [[πάρα]] [[πολλά]], [[άπληστος]], σε Δημ. κ.λπ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· [[πλεονεκτικῶς]] ἔχειν, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |