3,273,757
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ή, όν, zum [[πλεονέκτης]] gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur [[πλεονεξία]] geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ή, όν, zum [[πλεονέκτης]] gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur [[πλεονεξία]] geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλεονεκτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]] ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· [[βίος]] Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 610. 10. | |lstext='''πλεονεκτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]] ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· [[βίος]] Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 610. 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |