Anonymous

πλεονεκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ή, όν, zum [[πλεονέκτης]] gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur [[πλεονεξία]] geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0630.png Seite 630]] ή, όν, zum [[πλεονέκτης]] gehörig, ihm eigen, in seiner Art, zur [[πλεονεξία]] geneigt, Isocr. 12, 243; im a dv., Plat. Phaed. 91 b, vgl. πλεονεκτικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Dem. 24, 168, u. öfter; πλεονεκτικὸν καὶ θηριώδη ζῆν βίον, Pol. 4, 3, 1; πλεονεκτικώτατος, 6, 48, 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεονεκτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]] ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· [[βίος]] Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 610. 10.
|lstext='''πλεονεκτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ λάβῃ παρὰ πολλά, [[ἄπληστος]], [[πλεονέκτης]] ἐπὶ προσώπων, Ἰσοκρ. 283D· [[βίος]] Δημ. 777. 3· πλεονεκτικώτερος, -τατος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14. 15, Ρητ. 3. 17. 17. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Φαίδων 91Β· πλ. ἔχειν [[πρός]] τινα Δημ. 610. 10.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cupide, arrogant, violent;<br /><i>Sp.</i> πλεονεκτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονεκτέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml