3,274,159
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> règle <i>ou</i> cordeau dont se servent les ouvriers ; but : παρὰ στάθμην contre la règle, contre la bienséance;<br /><b>2</b> plomb à niveau ; κατὰ στάθμην ἵστασθαι PLUT poser d'aplomb, dans la direction du fil à plomb.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστημι]]. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> règle <i>ou</i> cordeau dont se servent les ouvriers ; but : παρὰ στάθμην contre la règle, contre la bienséance;<br /><b>2</b> plomb à niveau ; κατὰ στάθμην ἵστασθαι PLUT poser d'aplomb, dans la direction du fil à plomb.<br />'''Étymologie:''' [[ἵστημι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στάθμη -ης, ἡ, Dor. στάθμα [~ ἵστημι] richtlijn | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στάθμη:''' дор. [[στάθμα|στάθμᾱ]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[плотничий шнурок]] (намазывавшийся преимущ. суриком для обозначения прямых линий) Xen., Plat.: ἐπὶ στάθμην Hom., Arst. (точно) по шнурку; λευκὴ σ. Soph. белый (не оставляющий следов) шнурок, перен. Plat. неуч, профан; παρὰ στάθμην Soph. по шнурку, прямолинейно, перен. Aesch. сурово; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην погов. ap. Plut. прикладывать (нужно) камень к шнурку, а не шнурок к камню; κατὰ στάθμην Plut. прямо, ровно, перен. Theocr. точно, правильно; πατρῴαν πρὸς στάθμαν Pind. по отцовскому образцу;<br /><b class="num">2)</b> [[отвес]]: κατὰ στάθμην φέρεσθαι Arst. падать отвесно вниз;<br /><b class="num">3)</b> [[правило]], [[норма]], [[установление]]: Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις Pind. согласно законам, установленным Гиллом, т. е. по дорическим установлениям;<br /><b class="num">4)</b> [[нижний конец]], [[низ]] (αἱ στάθμαι τῶν δοράτων Diod.);<br /><b class="num">5)</b> [[цель]], [[жребий]], [[удел]] (σ. βίου Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στάθμη:''' ἡ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σχοινί]] ή [[χάρακας]], [[αλφάδι]], [[γνώμονας]] με τα οποία μετράει και υπολογίζει ο [[ξυλουργός]], σε Όμηρ., Θέογν.· κανονικά, [[σπάγκος]] [[σημειωμένος]] με [[κιμωλία]], που διέφερε από τον χάρακα ([[κανών]]), σε Ξεν. κ.λπ.· παροιμ., <i>παρὰ στάθμην</i>, ακριβώς, δίκαια, κατά κανόνα, Λατ. ad [[amussim]], σε Θέογν.· [[αλλά]] σε Αισχύλ., <i>παρὰστάθμην</i>, πέρα από τον κανόνα, πέρα από το μέτρο, άδικα· <i>κατὰστάθμην νοεῖν</i>, [[υπολογίζω]] [[ορθά]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχοινί]] χτιστών που έφερε στην [[άκρη]] του ένα [[βαρίδι]] από [[μολύβι]], για να καθορίζει την καθετότητα, [[νήμα]] της στάθμης, [[νήμα]] της καθέτου, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> χαραγμένη [[γραμμή]] που έθετε το όριο στους αγώνες δρόμου, [[τέρμα]], Λατ. [[meta]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., [[νόμος]], κανόνας, αρχές· <i>Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις</i>, δηλ. σύμφωνα με τους νόμους της Δωρικής αρχής, σε Πίνδ. | |lsmtext='''στάθμη:''' ἡ ([[στῆναι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σχοινί]] ή [[χάρακας]], [[αλφάδι]], [[γνώμονας]] με τα οποία μετράει και υπολογίζει ο [[ξυλουργός]], σε Όμηρ., Θέογν.· κανονικά, [[σπάγκος]] [[σημειωμένος]] με [[κιμωλία]], που διέφερε από τον χάρακα ([[κανών]]), σε Ξεν. κ.λπ.· παροιμ., <i>παρὰ στάθμην</i>, ακριβώς, δίκαια, κατά κανόνα, Λατ. ad [[amussim]], σε Θέογν.· [[αλλά]] σε Αισχύλ., <i>παρὰστάθμην</i>, πέρα από τον κανόνα, πέρα από το μέτρο, άδικα· <i>κατὰστάθμην νοεῖν</i>, [[υπολογίζω]] [[ορθά]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχοινί]] χτιστών που έφερε στην [[άκρη]] του ένα [[βαρίδι]] από [[μολύβι]], για να καθορίζει την καθετότητα, [[νήμα]] της στάθμης, [[νήμα]] της καθέτου, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> χαραγμένη [[γραμμή]] που έθετε το όριο στους αγώνες δρόμου, [[τέρμα]], Λατ. [[meta]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., [[νόμος]], κανόνας, αρχές· <i>Ὑλλίδος στάθμας ἐν νόμοις</i>, δηλ. σύμφωνα με τους νόμους της Δωρικής αρχής, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |