συγκύπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέκυψα, <i>pf.</i> συγκέκυφα;<br /><b>1</b> s'incliner en se repliant sur soi-même ; <i>t. de tact.</i> opérer un mouvement convergent;<br /><b>2</b> s'incliner ensemble, <i>particul.</i> se pencher l'un vers l'autre;<br /><b>3</b> se pencher de manière à se toucher ; s'aboucher, se concerter pour agir ensemble ; <i>en mauv. part</i> conspirer, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κύπτω]].
|btext=<i>ao.</i> συνέκυψα, <i>pf.</i> συγκέκυφα;<br /><b>1</b> s'incliner en se repliant sur soi-même ; <i>t. de tact.</i> opérer un mouvement convergent;<br /><b>2</b> s'incliner ensemble, <i>particul.</i> se pencher l'un vers l'autre;<br /><b>3</b> se pencher de manière à se toucher ; s'aboucher, se concerter pour agir ensemble ; <i>en mauv. part</i> conspirer, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κύπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κύπτω de hoofden naar elkaar buigen, samen ineenduiken; milit. naar elkaar toe buigen; ὁπότε... συγκύπτοι τὰ κέρατα telkens als de flanken (van het leger) naar elkaar toe bogen Xen. An. 3.4.21; overdr. de koppen bij elkaar steken, gaan samenwerken:. συγκύψαντες in samenwerking Hdt.; τοῦτο … εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός ‘dit alles vormt één blok’ Aristoph. Eccl. 854. gebogen of krom zijn:. ἦν συγκύπτουσα ze was kromgebogen (liep krom) NT Luc. 13.11.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склоняться]], [[наклоняться]], [[нагибаться]] (πρὸς ἀλλήλους Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть согбенным]] (συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[сближаться]], [[сходиться]]: τὰ κέρατα συγκύπτει Xen. фланги сближаются; συγκύψαντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Her. в своих делах они действуют заодно; [[τοῦτο]] δ᾽ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφός Arph. (все) это сводится к одному.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 31: Line 37:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν.
|lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κύπτω de hoofden naar elkaar buigen, samen ineenduiken; milit. naar elkaar toe buigen; ὁπότε... συγκύπτοι τὰ κέρατα telkens als de flanken (van het leger) naar elkaar toe bogen Xen. An. 3.4.21; overdr. de koppen bij elkaar steken, gaan samenwerken:. συγκύψαντες in samenwerking Hdt.; τοῦτο … εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός ‘dit alles vormt één blok’ Aristoph. Eccl. 854. gebogen of krom zijn:. ἦν συγκύπτουσα ze was kromgebogen (liep krom) NT Luc. 13.11.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склоняться]], [[наклоняться]], [[нагибаться]] (πρὸς ἀλλήλους Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть согбенным]] (συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[сближаться]], [[сходиться]]: τὰ κέρατα συγκύπτει Xen. фланги сближаются; συγκύψαντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Her. в своих делах они действуют заодно; [[τοῦτο]] δ᾽ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφός Arph. (все) это сводится к одному.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj