3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> συνέκυψα, <i>pf.</i> συγκέκυφα;<br /><b>1</b> s'incliner en se repliant sur soi-même ; <i>t. de tact.</i> opérer un mouvement convergent;<br /><b>2</b> s'incliner ensemble, <i>particul.</i> se pencher l'un vers l'autre;<br /><b>3</b> se pencher de manière à se toucher ; s'aboucher, se concerter pour agir ensemble ; <i>en mauv. part</i> conspirer, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κύπτω]]. | |btext=<i>ao.</i> συνέκυψα, <i>pf.</i> συγκέκυφα;<br /><b>1</b> s'incliner en se repliant sur soi-même ; <i>t. de tact.</i> opérer un mouvement convergent;<br /><b>2</b> s'incliner ensemble, <i>particul.</i> se pencher l'un vers l'autre;<br /><b>3</b> se pencher de manière à se toucher ; s'aboucher, se concerter pour agir ensemble ; <i>en mauv. part</i> conspirer, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-κύπτω de hoofden naar elkaar buigen, samen ineenduiken; milit. naar elkaar toe buigen; ὁπότε... συγκύπτοι τὰ κέρατα telkens als de flanken (van het leger) naar elkaar toe bogen Xen. An. 3.4.21; overdr. de koppen bij elkaar steken, gaan samenwerken:. συγκύψαντες in samenwerking Hdt.; τοῦτο … εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός ‘dit alles vormt één blok’ Aristoph. Eccl. 854. gebogen of krom zijn:. ἦν συγκύπτουσα ze was kromgebogen (liep krom) NT Luc. 13.11. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склоняться]], [[наклоняться]], [[нагибаться]] (πρὸς ἀλλήλους Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть согбенным]] (συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι NT);<br /><b class="num">3)</b> [[сближаться]], [[сходиться]]: τὰ κέρατα συγκύπτει Xen. фланги сближаются; συγκύψαντες ποιεῦσι τὰ ποιεῦσι Her. в своих делах они действуют заодно; [[τοῦτο]] δ᾽ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφός Arph. (все) это сводится к одному. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 31: | Line 37: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν. | |lsmtext='''συγκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] προς τα [[εμπρός]], γέρνω και [[απλώνω]] το [[κεφάλι]] μου, ώστε να συναντήσει τα κεφάλια των άλλων, σε Αριστοφ.· μεταφ., <i>συγκύψαντες ποιοῦσι</i>, το έκαναν σε [[συνεννόηση]], συνωμοτώντας, σε Ηρόδ.· <i>ἐςἕν ἐστι συγκεκυφός</i>, [[ενεργώ]] [[κατόπιν]] συνεννοήσεως, σε Αριστ.· γενικά, [[παρατάσσω]] μαζί, [[σκύβω]] προς το εσωτερικό, λέγεται για πτέρυγες στρατεύματος, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |