Anonymous

συγκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] sich gegen einander bücken, Ar. Vesp. 570; zusämmenneigen, bes. sich beim Rudern gemeinschaftlich bücken, dah. gemeinschaftlich sich womit beschäftigen, Synes. – Übertr., zusammenhalten, unter einer Decke stecken, συγκύψαντες ποιοῦσι, sie handeln gemeinschaftlich, indem sie die Köpfe zusammensteckten, Her. 3, 82. 7, 185; τοῦτο δ' εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός, das Alles steckt unter einer Decke, Ar. Equ. 851. – Zusammenrücken, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου, Xen. An. 3, 4, 19. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0970.png Seite 970]] sich gegen einander bücken, Ar. Vesp. 570; zusämmenneigen, bes. sich beim Rudern gemeinschaftlich bücken, dah. gemeinschaftlich sich womit beschäftigen, Synes. – Übertr., zusammenhalten, unter einer Decke stecken, συγκύψαντες ποιοῦσι, sie handeln gemeinschaftlich, indem sie die Köpfe zusammensteckten, Her. 3, 82. 7, 185; τοῦτο δ' εἰς ἕν ἐστι συγκεκυφός, das Alles steckt unter einer Decke, Ar. Equ. 851. – Zusammenrücken, ἢν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου, Xen. An. 3, 4, 19. 21.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέκυψα, <i>pf.</i> συγκέκυφα;<br /><b>1</b> s'incliner en se repliant sur soi-même ; <i>t. de tact.</i> opérer un mouvement convergent;<br /><b>2</b> s'incliner ensemble, <i>particul.</i> se pencher l'un vers l'autre;<br /><b>3</b> se pencher de manière à se toucher ; s'aboucher, se concerter pour agir ensemble ; <i>en mauv. part</i> conspirer, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[κύπτω]] [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ τὴν κεφαλήν μου μετὰ τῶν ἄλλων, [[κύπτω]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], παιδάρια συγκύψανθ’ ἅμ’ μβληχᾶται Ἀριστοφ. Σφ. 570· σ. πρὸς ἀλλήλας, ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 11· ― μεταφορ., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιοῦσι, πράττουσι τοῦτο ἐκ συμφώνου, καὶ ἐν συνεννοήσει, Ἡρόδ. 3. 82, πρβλ. 7. 145· καὶ συγκύψαντας ἅπαντας γελῶσιν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1· τοῦτο δ’ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφὸς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 854· ― [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὸ [[μέσον]], ἢν μὲν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, πρβλ. 21. ΙΙ. κάμπτομαι, συγκλίνομαι, ὡς ὑπὸ [[φορτίον]], Φιλόστρ. 843, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 11· συγκεκυφὼς Θεμίστ. 90Β· σ. τῷ προσώπῳ Ἑβδ. (Ἰὼβ Θ΄, 27)· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐργάζομαι]] μετὰ κόπου, Συνέσ. 273Α.
|lstext='''συγκύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] πρὸς τὰ ἐμπρός, [[κύπτω]] [[ὁμοῦ]] καὶ συνενῶ τὴν κεφαλήν μου μετὰ τῶν ἄλλων, [[κύπτω]] πρὸς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], παιδάρια συγκύψανθ’ ἅμ’ μβληχᾶται Ἀριστοφ. Σφ. 570· σ. πρὸς ἀλλήλας, ἐπὶ φορβάδων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 11· ― μεταφορ., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιοῦσι, πράττουσι τοῦτο ἐκ συμφώνου, καὶ ἐν συνεννοήσει, Ἡρόδ. 3. 82, πρβλ. 7. 145· καὶ συγκύψαντας ἅπαντας γελῶσιν Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1· τοῦτο δ’ ἐς ἕν ἐστι συγκεκυφὸς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 854· ― [[καθόλου]], [[κύπτω]] πρὸς τὸ [[μέσον]], ἢν μὲν συγκύπτῃ τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, πρβλ. 21. ΙΙ. κάμπτομαι, συγκλίνομαι, ὡς ὑπὸ [[φορτίον]], Φιλόστρ. 843, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιγ΄, 11· συγκεκυφὼς Θεμίστ. 90Β· σ. τῷ προσώπῳ Ἑβδ. (Ἰὼβ Θ΄, 27)· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐργάζομαι]] μετὰ κόπου, Συνέσ. 273Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέκυψα, <i>pf.</i> συγκέκυφα;<br /><b>1</b> s'incliner en se repliant sur soi-même ; <i>t. de tact.</i> opérer un mouvement convergent;<br /><b>2</b> s'incliner ensemble, <i>particul.</i> se pencher l'un vers l'autre;<br /><b>3</b> se pencher de manière à se toucher ; s'aboucher, se concerter pour agir ensemble ; <i>en mauv. part</i> conspirer, comploter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR