συστρατιώτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon d'armes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στρατιώτης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon d'armes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στρατιώτης]].
}}
{{elnl
|elnltext=συ-στρατιώτης -ου, ὁ medesoldaat.
}}
{{elru
|elrutext='''συστρᾰτιώτης:''' ου ὁ товарищ по военной службе, соратник, сослуживец по армии Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συστρᾰτιώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[σύντροφος]] στον στρατό, αυτός που είναι επίσης [[στρατιώτης]], Λατ. [[commilito]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συστρᾰτιώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[σύντροφος]] στον στρατό, αυτός που είναι επίσης [[στρατιώτης]], Λατ. [[commilito]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συ-στρατιώτης -ου, ὁ medesoldaat.
}}
{{elru
|elrutext='''συστρᾰτιώτης:''' ου ὁ товарищ по военной службе, соратник, сослуживец по армии Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj