3,273,779
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon d'armes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στρατιώτης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />compagnon d'armes.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[στρατιώτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συ-στρατιώτης -ου, ὁ medesoldaat. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συστρᾰτιώτης:''' ου ὁ товарищ по военной службе, соратник, сослуживец по армии Xen., Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συστρᾰτιώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[σύντροφος]] στον στρατό, αυτός που είναι επίσης [[στρατιώτης]], Λατ. [[commilito]], σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''συστρᾰτιώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που υπηρετεί τη στρατιωτική του [[θητεία]] μαζί με κάποιον, [[σύντροφος]] στον στρατό, αυτός που είναι επίσης [[στρατιώτης]], Λατ. [[commilito]], σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |