3,241,197
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]]. | |btext=ος, ον :<br />enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάκλειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[запертый]] (ἐν θύραις Luc.; [[οἴκοι]] Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> [[живущий взаперти]] ([[γυνή]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]]. | ||
}} | }} |