Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάκλειστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]].
|btext=ος, ον :<br />enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλείω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκλειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[запертый]] (ἐν θύραις Luc.; [[οἴκοι]] Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> [[живущий взаперти]] ([[γυνή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκλειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[запертый]] (ἐν θύραις Luc.; [[οἴκοι]] Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> [[живущий взаперти]] ([[γυνή]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατάκλειστος -ον [κατακλείω] opgesloten.
}}
}}