δείδεκτο: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de</i> [[δείκνυμι]].
|btext=<i>3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de</i> [[δείκνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δείδεκτο:''' эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δείδεκτο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[δείκνυμι]] ([[σημασία]] II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
|lsmtext='''δείδεκτο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[δείκνυμι]] ([[σημασία]] II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
}}
{{elru
|elrutext='''δείδεκτο:''' эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к [[δείκνυμι]].
}}
}}