διαζευκτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />disjonctif.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]].
|btext=ή, όν :<br />disjonctif.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαζευκτικός:''' грам. разделительный ([[σύνδεσμος]] Diog. L., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαζευκτικός]], -ή, -όν) [[διαζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[διαχωριστικός]], ο [[επιτήδειος]] στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] ή [[κατάλληλος]] για [[διάζευξη]] [[λόγος]] ή [[σύνδεσμος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαζευκτικός]], -ή, -όν) [[διαζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[διαχωριστικός]], ο [[επιτήδειος]] στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] ή [[κατάλληλος]] για [[διάζευξη]] [[λόγος]] ή [[σύνδεσμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαζευκτικός:''' грам. разделительный ([[σύνδεσμος]] Diog. L., Plut.).
}}
}}