3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à ruiner, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à ruiner, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιάλῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[без труда расчленяемый]], [[легко распадающийся]] (Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко расторгаемый]] (φιλίαι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[легко поддающийся уговорам]], [[сговорчивый]] Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή [[ποσότητα]] κάποιου διαλυτικού υγρού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευδιάλυτο</i><br />η [[ευδιαλυτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παγίδα]]) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν [[τότε]] εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ευδιαλύομαι]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή [[ποσότητα]] κάποιου διαλυτικού υγρού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευδιάλυτο</i><br />η [[ευδιαλυτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παγίδα]]) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν [[τότε]] εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ευδιαλύομαι]]]. | ||
}} | }} |