Anonymous

εὐδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht aufzulösen, zu trennen; [[φιλία]] Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht aufzulösen, zu trennen; [[φιλία]] Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à ruiner, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3· Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.
|lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3· Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à ruiner, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml