εὐλογία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> langage agréable, beau langage;<br /><b>2</b> langage bienveillant, louange, éloge.<br />'''Étymologie:''' [[εὔλογος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> langage agréable, beau langage;<br /><b>2</b> langage bienveillant, louange, éloge.<br />'''Étymologie:''' [[εὔλογος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[изящество речи]], [[красноречие]] (εὐ. καὶ [[εὐαρμοστία]] Plat.; δι᾽ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT);<br /><b class="num">2)</b> (по)хвала ([[ἄξιος]] εὐλογίας Arph.): ὑμνῆσαι δι᾽ εὐλογίας Eur. воспеть в хвалебных гимнах;<br /><b class="num">3)</b> [[благословение]] (μεταλαμβάνειν [[εὐλογία]]; [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">4)</b> [[благодеяние]] (εὐ. καὶ οὐ [[πλεονεξία]] NT);<br /><b class="num">5)</b> [[вероятность]]: habet εὐλογίαν Cic. в его пользу можно кое-что сказать.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐλογία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[γλώσσα]] ή [[καλολογία]], [[καλλιέπεια]], σε Πλάτ.· [[ορθός]] [[λόγος]], [[αληθοφανής]] [[λόγος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[ευλογία]], [[εγκώμιο]], σε Πίνδ.· [[ευλογία]] (ως [[ενέργεια]], [[πράξη]]) ή [[ευλογία]] (ως [[αποτέλεσμα]]), στον ίδ.· λέγεται για την [[ελεημοσύνη]] που πραγματοποιείται για την [[ενίσχυση]] των φτωχών, στον ίδ.
|lsmtext='''εὐλογία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[γλώσσα]] ή [[καλολογία]], [[καλλιέπεια]], σε Πλάτ.· [[ορθός]] [[λόγος]], [[αληθοφανής]] [[λόγος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[ευλογία]], [[εγκώμιο]], σε Πίνδ.· [[ευλογία]] (ως [[ενέργεια]], [[πράξη]]) ή [[ευλογία]] (ως [[αποτέλεσμα]]), στον ίδ.· λέγεται για την [[ελεημοσύνη]] που πραγματοποιείται για την [[ενίσχυση]] των φτωχών, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλογία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[изящество речи]], [[красноречие]] (εὐ. καὶ [[εὐαρμοστία]] Plat.; δι᾽ εὐλογίας ἐξαπατᾶν τὰς καρδίας NT);<br /><b class="num">2)</b> (по)хвала ([[ἄξιος]] εὐλογίας Arph.): ὑμνῆσαι δι᾽ εὐλογίας Eur. воспеть в хвалебных гимнах;<br /><b class="num">3)</b> [[благословение]] (μεταλαμβάνειν [[εὐλογία]]; [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">4)</b> [[благодеяние]] (εὐ. καὶ οὐ [[πλεονεξία]] NT);<br /><b class="num">5)</b> [[вероятность]]: habet εὐλογίαν Cic. в его пользу можно кое-что сказать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj