λιπαρής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s'attache à, persistant, tenace :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> [[λιπαρεῖς]] [[ἦσαν]] δεόμενοι PLUT ils demandaient avec persistance;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> λιπαρὴς [[προθυμία]] LUC zèle infatigable ; λιπαρὴς [[πυρετός]] LUC fièvre incessante ; λιπαρὴς [[χείρ]] SOPH main qui ne se lasse pas (d'apporter des offrandes), <i>propr.</i> qui s'attache à l'autel ; τὸ λιπαρές, importunité <i>ou</i> insistance.<br />'''Étymologie:''' [[λίπος]].
|btext=ής, ές :<br />qui s'attache à, persistant, tenace :<br /><b>1</b> <i>en parl. de pers.</i> [[λιπαρεῖς]] [[ἦσαν]] δεόμενοι PLUT ils demandaient avec persistance;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> λιπαρὴς [[προθυμία]] LUC zèle infatigable ; λιπαρὴς [[πυρετός]] LUC fièvre incessante ; λιπαρὴς [[χείρ]] SOPH main qui ne se lasse pas (d'apporter des offrandes), <i>propr.</i> qui s'attache à l'autel ; τὸ λιπαρές, importunité <i>ou</i> insistance.<br />'''Étymologie:''' [[λίπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῑπᾰρής:''' [[настойчивый]], [[упорный]], [[неутомимый]] ([[χειρουργία]] Arph.; [[προθυμία]] Luc.; λ. πρός и περί τι, περί τινος Plat. или τινος Luc.): [[λιπαρεῖς]] [[ἦσαν]] δεόμενοι Plut. они неотступно просили.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῑπᾰρής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο [[πράγμα]], [[ένθερμος]], [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένθερμος]] στην [[παράκληση]] ή στη [[δέηση]], [[ενοχλητικός]], λιπαρὴς [[χείρ]], που επιμένει στην [[ικεσία]], σε Σοφ.· <i>τὸ λιπαρές</i>, επίμονη, ενοχλητική [[ικεσία]], σε Λουκ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>λιπαρῶς</i>, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη [[συλλαβή]] φαίνεται να προέρχεται από <i>λι-</i>, [[λίαν]]).
|lsmtext='''λῑπᾰρής:''' -ές,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που επιμένει ή εμμένει σε κάποιο [[πράγμα]], [[ένθερμος]], [[ακούραστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, σε Αριστοφ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[ένθερμος]] στην [[παράκληση]] ή στη [[δέηση]], [[ενοχλητικός]], λιπαρὴς [[χείρ]], που επιμένει στην [[ικεσία]], σε Σοφ.· <i>τὸ λιπαρές</i>, επίμονη, ενοχλητική [[ικεσία]], σε Λουκ.· <i>πρὸς τὸ λιπαρές = λιπαρῶς</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>λιπαρῶς</i>, ένθερμα, επίμονα, ενοχλητικά, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.· η πρώτη [[συλλαβή]] φαίνεται να προέρχεται από <i>λι-</i>, [[λίαν]]).
}}
{{elru
|elrutext='''λῑπᾰρής:''' [[настойчивый]], [[упорный]], [[неутомимый]] ([[χειρουργία]] Arph.; [[προθυμία]] Luc.; λ. πρός и περί τι, περί τινος Plat. или τινος Luc.): [[λιπαρεῖς]] [[ἦσαν]] δεόμενοι Plut. они неотступно просили.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj