μητρῷος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> de mère, maternel;<br /><b>2</b> de la mère des dieux, de Cybèle ; τὸ μητρῷον ([[ἱερόν]]) le sanctuaire de Cybèle, à Athènes ; τὰ μητρῷα ([[ἱερά]]) le culte de Cybèle.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> de mère, maternel;<br /><b>2</b> de la mère des dieux, de Cybèle ; τὸ μητρῷον ([[ἱερόν]]) le sanctuaire de Cybèle, à Athènes ; τὰ μητρῷα ([[ἱερά]]) le culte de Cybèle.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητρῷος:''' эп. [[μητρώϊος]], дор. [[ματρῷος|μᾱτρῷος]] 3 материнский ([[αἷμα]] Aesch.; [[οἴκησις]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητρῷος:''' Δωρ. μᾱτρ-, -α, -ον, συνηρ. αντί [[μητρώϊος]] (το οποίο απαντά στην Οδ.)·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τη [[μητέρα]], της μητέρας, [[μητρικός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· μητρῷον [[δέμας]], [[περίφραση]] αντί <i>τὴν [[μητέρα]]</i>, σε Αισχύλ.· <i>τὰ μητρῷα</i>, το [[δίκαιο]], το [[δικαίωμα]] της μητέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Μητρῷον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, ο [[ναός]] της Κυβέλης στην Αθήνα, που ήταν ο [[τόπος]] όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.
|lsmtext='''μητρῷος:''' Δωρ. μᾱτρ-, -α, -ον, συνηρ. αντί [[μητρώϊος]] (το οποίο απαντά στην Οδ.)·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τη [[μητέρα]], της μητέρας, [[μητρικός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· μητρῷον [[δέμας]], [[περίφραση]] αντί <i>τὴν [[μητέρα]]</i>, σε Αισχύλ.· <i>τὰ μητρῷα</i>, το [[δίκαιο]], το [[δικαίωμα]] της μητέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Μητρῷον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, ο [[ναός]] της Κυβέλης στην Αθήνα, που ήταν ο [[τόπος]] όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''μητρῷος:''' эп. [[μητρώϊος]], дор. [[ματρῷος|μᾱτρῷος]] 3 материнский ([[αἷμα]] Aesch.; [[οἴκησις]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj