σικχός: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />dégoûté, délicat, difficile pour la nourriture.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. d'ép. alexandrine.
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />dégoûté, délicat, difficile pour la nourriture.<br />'''Étymologie:''' DELG terme pop. d'ép. alexandrine.
}}
{{elru
|elrutext='''σικχός:''' или [[σίκχος]] ὁ привередливый человек, брюзга (περὶ τροφὴν ὁ σ. Arst.; σ. καὶ [[νοσώδης]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Ευστ.</b>) [[βδελυρός]], [[σιχαμένος]], [[αηδιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με [[κάτι]] ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με [[κάτι]], ο σιχασιάρης<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δύσκολος]], [[δύστροπος]], [[ιδίως]] στην [[τροφή]] («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις ἄρτον καὶ [[οἶνον]] προσφερόμενοι ναυτιῶσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό, [[δασύτητα]] και [[ηχηρότητα]]. Το <i>σῑ</i>- του τ. φαίνεται να απαντά και στους τ. [[σίλλος]] και [[σιμός]] με τους οποίους, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται].
|mltxt=ο, ΜΑ<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Ευστ.</b>) [[βδελυρός]], [[σιχαμένος]], [[αηδιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με [[κάτι]] ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με [[κάτι]], ο σιχασιάρης<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[δύσκολος]], [[δύστροπος]], [[ιδίως]] στην [[τροφή]] («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις ἄρτον καὶ [[οἶνον]] προσφερόμενοι ναυτιῶσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό, [[δασύτητα]] και [[ηχηρότητα]]. Το <i>σῑ</i>- του τ. φαίνεται να απαντά και στους τ. [[σίλλος]] και [[σιμός]] με τους οποίους, [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται].
}}
{{elru
|elrutext='''σικχός:''' или [[σίκχος]] ὁ привередливый человек, брюзга (περὶ τροφὴν ὁ σ. Arst.; σ. καὶ [[νοσώδης]] Plut.).
}}
}}
{{etym
{{etym