σικχός
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ὁ, a
A squeamish, fastidious person, especially in eating, opp. παμφάγος, Arist.EE1234a6, cf. Plu.2.87b, Ath.6.262a.
II sickening, offensive, = ἀηδής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, ein Mensch, der nicht leicht gut genug zu essen bekommt, einer Speise leicht überdrüssig wird, ekel oder wählerisch, Gegensatz von πάμφαγος, Arist. eth. eud. 3, 7; καὶ δυσάρεστος, Ath. VI, 262 a; καὶ νοσώδης, Plut. cap. ex host. util. p. 271; u. übertr., ein Mensch, der mit Nichts zufrieden ist, Alles tadelt, Hesych. – Das Wort, wie die abgeleiteten, findet sich erst bei Sp., nach Callim., s. Lob. Phryn. 226.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
dégoûté, délicat, difficile pour la nourriture.
Étymologie: DELG terme pop. d'ép. alexandrine.
Russian (Dvoretsky)
σικχός: или σίκχος ὁ привередливый человек, брюзга (περὶ τροφὴν ὁ σ. Arst.; σ. καὶ νοσώδης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σικχός: ὁ, ὁ σιχαινόμενος, μὴ εὐκόλως εὐχαριστούμενος, δύσκολος, δύστροπος, μάλιστα ἐν τῷ τρώγειν, ἀντίθετον τῷ παμφάγος, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 3. 7, 6, Πλούτ. 2. 87Β, Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. βδελυρός, σιχαμερός, «ὁ μικρόσιτος. ἢ ὁ ἀηδὴς» Ἡσύχ., Εὐστ. 1817. 63. Πρβλ. ἄσικχος, σικχαίνω.
Greek Monolingual
ο, ΜΑ
(κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης
2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις ἄρτον καὶ οἶνον προσφερόμενοι ναυτιῶσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με εκφραστικό διπλασιασμό, δασύτητα και ηχηρότητα. Το σῖ- του τ. φαίνεται να απαντά και στους τ. σίλλος και σιμός με τους οποίους, κατά μία άποψη, συνδέεται].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: feeling disgust, picky, esp. concerning food (Arist., Plu., Ath.).
Compounds: ἄ-σικχος not picky concerning food, not evoking tedium (Plu.; Frisk Adj. priv. 16).
Derivatives: σίκχ-ος n. disgust, tedium (Sm.; as μάκρος n. fron μακρός a.o.; Schwyzer 512). -ότης f. id. (Eust.), -αίνω, -αίνομαι to feel disgust, tedium, to detest (Call., Plb., Arr. a. o.) with -αντός provoking disgust (M. Ant.), -ασία, -ασμός (gloss.). Also σικχαζόμενος σκωπτόμενος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular word with expressive geminate and aspirate (Schwyzer 316); origin unclear. Hypotheses of Solmsen IF 30, 6 f.: to σιμός, σίλλος (s. vv.); of Schwyzer KZ 58, 205: onomatop. (?). -- Cf. also WP. 2, 519 and W.-Hofmann s. taedet.
Frisk Etymology German
σικχός: {sikkhós}
Meaning: ‘Ekel empfindend, wählerisch, bes. im Essen’ (Arist., Plu., Ath.),
Composita: ἄσικχος im Essen nicht wählerisch, Überdruß nicht hervorrufend (Plu.; Frisk Adj. priv. 16).
Derivative: Davon σίκχος n. Ekel, Überdruß (Sm.; wie μάκρος n. von μακρός u.a.; Schwyzer 512). -ότης f. ib. (Eust.), -αίνω, -αίνομαι Ekel, Überdruß empfinden, verabscheuen (Kall., Plb., Arr. u. a.) mit -αντός Ekel erregend (M. Ant.), -ασία, -ασμός (Gloss.). Auch σικχαζόμενος· σκωπτόμενος H.
Etymology: Volkstümliches Wort mit expressiver Geminata und Aspirata (Schwyzer 316); Herkunft unklar. Hypothesen von Solmsen IF 30, 6 f.: zu σιμός, σίλλος (s. dd.); von Schwyzer KZ 58, 205: lautmalend (?). — Vgl. noch WP. 2, 519 und W.-Hofmann s. taedet.
Page 2,704-705